ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β´
Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΘΕΟΣ
13. Ποιά εἶναι ἡ ἔννοια τοῦ χριστιανικοῦ Θεοῦ;
14. Πῶς πρέπει νά ἐκλάβουμε τίς ὑποστάσεις στό Θεό;
15. Τί είναι οί θείες ἐνέργειες;
16. ῾Η Ρωμαϊκή θεολογία δέχεται τή διάκριση τῶν θείων ἐνεργειῶν;
17. Ποιές εἶναι οἱ σχέσεις τῶν τριαδικῶν προσώπων πρός ἄλληλα;
18. Ποιά εἶναι τά ὑποστατικά ἰδιώματα τῶν προσώπων τῆς Τριάδος;
19. Τό δόγμα τῆς ῾Αγίας Τριάδος μαρτυρεῖται στήν ἁγία Γραφή;
20. Μαρτυρεῖται ἡ θεότητα τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ῾Αγίου Πνεύματος στή Γραφή;
21. Εἶναι κατανοητό διά τού λόγου τό δόγμα τής Αγίας Τριάδος;
13. Ποιά εἶναι ἡ ἔννοια τοῦ χριστιανικοῦ Θεοῦ;
Τό χαρακτηριστικό γνώρισμα τοῦ χριστιανικοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο τόν διαστέλλει ἀπό κάθε ἄλλη ἐξωχριστιανική περί Θεοῦ ἀντίληψη, εἶναι ἡ σύναψη ἑνότητας καί τριαδικότητας. Δηλαδή, ὁ Θεός εἶναι ἕνας κατά τήν οὐσία ἤ τή φύση καί τριαδικός στά πρόσωπα ἤ τίς ὑποστάσεις. ῾Η ἑνότητα τῆς οὐσίας προφυλάσσει τό χριστιανικό Θεό ἀπό κάθε πολυθεϊστική παράσταση (ὅπως στήν ἀρχαία εἰδωλολατρική θρησκεία, ὅπου ὑπῆρχε δῆμος θεοτήτων), ἐνῶ ἡ πολλότητα τῶν ὑποστάσεων τόν προφυλάσσει ἀπό τήν πενία θεότητας, ἀπό μία ξηρή καίἄκαμπτη παράσταση τῆς φύσεως τοῦ Θεοῦ, ἀντίληψη πού εἶχε ἡ περί Θεοῦἔννοια τοῦ ᾿Ιουδαϊσμοῦ.
14. Πῶς πρέπει νά ἐκλάβουμε τίς ὑποστάσεις στό Θεό;
Οἱὑποστάσεις στή θεότητα εἶναι τρεῖς· ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα τό῞Αγιο. Δέν εἶναι δέ ψιλάὀνόματα, ἁπλές ὀνομασίες χωρίς περιεχόμενο, οὔτε ἐκφάνσεις ἤ προσωπεῖα τά ὁποῖα ὑποδύεται ἡ μία φύση τοῦ Θεοῦ γιά νά ἐπικοινωνεῖ ἐξωτερικά μέ τόν κόσμο (δημιουργία, ἀποκάλυψη, σωτηρία), ὅπως δίδασκε στήν ἀρχαία ᾿Εκκλησία ὁ Σεβελλιανισμός, οὔτε πάλι τρία αὐθυπόστατα κέντρα στάὁποῖα νά μερίζεται καί νάἐκφράζεται ἀδιάκριτα ἡὅλη οὐσία τοῦ Θεοῦ· ἀλλ εἶναι τρόποι ὑπάρξεως τοῦἑνός Θεοῦ, στούς ὁποίους διακρίνεται καί συνάπτεται συγχρόνως ἡ θεότητα. Οἱ τρεῖς ὑποστάσεις, ἄν καί εἶναι πραγματικές διακρίσεις στό Θεό, ἐντούτοις δέν διασποῦν οὔτε κατατέμνουν τή μία φύση τοῦ Θεοῦ σέ τρεῖς ἐπί μέρους Θεούς, καθόσον κάθε μία εἶναι πλήρης φορέας τῆς θείας οὐσίας, ἐνέργειας καί βουλῆς, τά δέ πρόσωπα ἐμπεριχωροῦν ἄλληλα, δηλαδή τόἕνα βρίσκεται μέσα στά δύο ἄλλα, συναπτόμενα μεταξύ τους ἐν ἀγάπῃ. Στήν Τριάδα ὑπάρχουν διακρίσεις καίἑνώσεις. Διακρίσεις εἶναι οἱὑποστάσεις καίἑνώσεις ἡ μία οὐσία καίἡ μία βουλή καίἐνέργεια.
15. Τί εἶναι οἱ θεῖες ἐνέργειες;
Οἱ θεῖες ἐνέργειες εἶναι συστατικό στοιχεῖο τῆς ἔννοιας τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἀΐδιες θεοπρεπεῖς διακρίσεις στή Θεότητα. ᾿Από τήν ἀρχήὁ Θεός νοεῖται μέ τίς θεῖες του ἐνέργειες, γιατί καί αὐτές εἶναι μέγεθος ἄκτιστο, ὁ πλήρης καί τέλειος Θεός στόἴδιο μέτρο πού εἶναι οἱὑποστάσεις καίἡ φύση τοῦ Θεοῦ. Οἱἐνέργειες εἶναι ὁἐγγενής πλοῦτος τῆς θεότητας. Δέν εἶναι κάτι ἐξωτερικόἤ πρόσθετο στήν οὐσία τοῦ Θεοῦ οὔτε ἁπλές ὀνομασίες χωρίς οὐσιαστικό περιεχόμενο, πράγμα πούἰσχύει καί γιά τίς θεῖες ὑποστάσεις. Οἱ θεῖες ἐνέργειες δέν συνθέτουν τήν ἀπόλυτη ἁπλότητα τῆς θείας φύσεως. Εἶναι διακρίσεις πραγματικές μέν, ὅμως θεοπρεπεῖς, δηλαδή συμβαίνουν κατά τρόπο ἁρμόζοντα στήν ἄπειρη φύση, κάτι πού ξεπερνᾶ τή νοητική μας κατάληψη.
Οἱ θεῖες ἐνέργειες ἐπιτελοῦν σημαντικόἔργο στή θεότητα. ᾿Ενῶἡ θεία οὐσία εἶναι ἀπολύτως ὑπερβατική, ἀδιάγνωστη, ἀμέθεκτη καίἀκοινώνητη, οἱ θεῖες ἐνέργειες εἶναι μεθεκτές καί κοινωνητές. Στή διάστασή τους τελεῖται ὅ,τι βρίσκεται ἔξω ἀπό τό Θεό, ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου, ἡἐξωτερική φανέρωση τοῦ Θεοῦ καίἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Οἱἐνέργειες εἶναι πολλές ἀνάλογα μέ τό εἶδος τῆς ἐξωτερικῆς δραστηριότητας τοῦ Θεοῦ. ῎Αλλες ὀνομασίες τῆς θείας ἐνέργειας εἶναι· θεία χάρη, ἄκτιστο φῶς τοῦ Χριστοῦ, δόξα τῆς ἁγίας Τριάδος.
16. ῾Η Ρωμαϊκή θεολογία δέχεται τή διάκριση τῶν θείων ἐνεργειῶν;
῎Οχι, δέν τή δέχεται, κυρίως ἀπό φόβο μήπως ἡ εἰσαγωγή τους στή θεότητα καταλύσει τήν ἀπόλυτη ἁπλότητα τῆς θείας φύσεως. Κακῶς ὅμως, γιατί τόἴδιο θάἔπρεπε νά συμβαίνει καί μέ τή διάκριση τῶν θείων ὑποστάσεων, πράγμα πούἀρνεῖται ἡ ρωμαϊκή θεολογία. Φυσικάὁμιλεῖ περίἐνεργειῶν στό Θεό καί περί θείας χάριτος· αὐτάὅμως δέν τά δέχεται ὡς μεγέθη ἄκτιστα, ἀλλ ὡς κτιστά, γιά ν ἀποφύγει τό θεολογικό σκόπελο τῆς σχέσεως ἐνεργειῶν καί οὐσίας στό Θεό. Γύρω ἀπό τό θέμα τῶν θείων ἐνεργειῶν (τοῦἀκτίστου φωτός τοῦ Χριστοῦ) διεξήχθησαν, ὡς γνωστό, οἱ μεγάλες θεολογικές ἔριδες τῆς ιδ´ἑκατονταετηρίδας μεταξύ τῆς ὀρθόδοξης Βυζαντινῆς ᾿Εκκλησίας καί τῆς λατινικῆς Δύσεως.
17. Ποιές εἶναι οἱ σχέσεις τῶν τριαδικῶν προσώπων πρός ἄλληλα;
Οἱ σχέσεις τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ῾Αγίου Πνεύματος πρός τόν Πατέρα εἶναι σχέσεις γενετικές. ῾Ο Πατήρ στήν Τριάδα εἶναι ἡ πηγαία θεότητα. Εἶναι ἡἀρχή τῆς θεότητας. ᾿Από τήν ἄποψη αὐτή εἶναι ἄναρχος, δέν ἔχει ἀρχή, προέλευση. Εἶναι ἐπίσης ἄναρχος, μέἔννοια χρονική. Εἶναι ἀΐδιος. Τά δύο ἄλλα πρόσωπα τῆς Τριάδος ὡς πρός τόν Πατέρα δέν εἶναι ἄναρχα, γιατίἔχουν ἀρχή, προέλευση. Εἶναι ὅμως συνάναρχα καί συναΐδια. Τή θεότητά του ὁ Υἱός τή λαμβάνει ἀπό τόν Πατέρα διά τῆς γεννήσεως. ῾Ομοίως καί τό Πνεῦμα λαμβάνει τή θεότητά του ἀπό τόν Πατέρα διά τῆς ἐκπορεύσεως. Οἱ πρόοδοι αὐτές ἀπό τόν Πατέρα εἶναι ἀΐδιες, δέν εἶναι χρονικές στιγμές στή θεότητα. Τό μέτρο τοῦ χρόνου δέν μπορεῖ νάἰσχύσει γιά τήν ἄπειρη φύση τοῦ Θεοῦ. ῾Ο τύπος πούἐκφράζει τήν ἀλήθεια αὐτή εἶναι· «῞Αμα Πατήρ, ἅμα Υἱός, ἅμα Πνεῦμα ῞Αγιο». ῾Η εἰσαγωγή χρόνου στίς τριαδικές σχέσεις καταστρέφει τήν ἀπειρία τῆς θεότητας.
῾Ο ῎Αρειος, ὑποστηρίζοντας ὅτι ἡ γέννηση τοῦ Υἱοῦἔγινε στό χρόνο, ἀρνήθηκε τή θεότητα τοῦ Λόγου. ῾Η ἰδέα τῆς ἀϊδιότητας στίς σχέσεις τῶν θείων προσώπων καίἡἀλήθεια ὅτι κάθε πρόσωπο εἶναι πλήρης καί τέλειος φορέας τῆς θείας φύσεως, ἀποκλείει τήν ἰδέα ὅτι ὁ Πατήρ, ὡς πηγαία θεότητα, ὡς «γεννήτωρ καί προβολεύς» τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ῾Αγίου Πνεύματος, εἶναι ἀνώτερος ἀπό τά δύο ἄλλα πρόσωπα, ἤὅτι αὐτάὑποτάσσονται στόν Πατέρα. Καί οἱ τρεῖς ὑποστάσεις τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁμοούσιες καίἰσότιμες. Ποσοτικές κατηγορίες, τό μεῖζον καί τόἔλασσον, καμιάἀναφορά δέν ἔχουν στήν ἀπειρία τῆς θεότητας.
18. Ποιά εἶναι τά ὑποστατικάἰδιώματα τῶν προσώπων τῆς Τριάδος;
Τάὑποστατικάἰδιώματα τῶν προσώπων τῆς Τριάδος εἶναι·
Γιά τόν Πατέρα τόἀγένητο καίἄναρχο. ῾Ο Πατήρ δέν ἔχει πηγή προελεύσεως. Δέ γεννᾶται ἀπό κανέναν, εἶναι αὐθύπαρκτος, παρέχοντας τή δική του θεότητα στά δύο ἄλλα πρόσωπα τῆς ῾Αγίας Τριάδος.
Γιά τόν Υἱό, ἡ γέννηση. ῾Ο Υἱός γεννᾶται ἀπό τόν Πατέρα ἀϊδίως. Καί εἶναι μέν ἄχρονος μέ τή χρονικήἔννοια τοῦἐπιθέτου, ὄχι ὅμως καί μέ τήν ἔννοια τῆς προελεύσεως, καθόσον τή θεότητά του τή δέχεται ἀπό τόν Πατέρα.
Καί γιά τό Πνεῦμα τό῞Αγιο, ἡἐκπόρευση. Γέννηση καίἐκπόρευση δέν εἶναι τόἴδιο πράγμα. Διαφέρουν μεταξύ τους, χωρίς νά γνωρίζουμε τή φύση τῆς διαφορᾶς.
Τάὑποστατικάἰδιώματα εἶναι αὐστηρῶς προσωπικά, ἀμετάδοτα καίἀκοινώνητα· δέν μποροῦν δηλαδή νά μεταδοθοῦν ἀπό τόἕνα πρόσωπο στάἄλλα. Αὐτήἡἀρχή συνιστᾶ τήν τάξη τῆς ῾Αγίας Τριάδος, ἡ κατάλυση τῆς ὁποίας ἀνατρέπει αὐτή τήν ἔννοια τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, ὅπως θά δοῦμε στή συνέχεια μιλώντας γιά τήν ἐκπόρευση τοῦ῾Αγίου Πνεύματος (ᾂ῝ἂ῏ἦ῟ὸ).
19. Τό δόγμα τῆς ῾Αγίας Τριάδος μαρτυρεῖται στήν ἁγία Γραφή;
Στήν Π. Διαθήκη τό δόγμα ὑπεμφαίνεται τόσο σκιωδῶς καί αἰνιγματικῶς, ὥστε χωρίς τό φῶς πούἐπιρρίπτει σ αὐτόἡ Κ. Διαθήκη νά εἶναι ἀδύνατο ν ἀναπλάσουμε τήν περί῾Αγίας Τριάδος διδασκαλία. Τό δόγμα διαφαίνεται στά χωρία ἐκεῖνα, ὅπου ὁ Θεός φέρεται σέ πληθυντικό πρόσωπο νά συσκέπτεται καί νά διαλογίζεται· «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ εἰκόνα ἡμετέραν...»9. «᾿Ιδού᾿Αδάμ γέγονεν ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν»10. «Δεῦτε καί καταβάντες συγχέωμεν αὐτῶν ἐκεῖ τήν γλῶσσαν»11. ῾Υπαινιγμούς ἔχουμε ἐπίσης στήν ποικιλία τῶν ὀνομάτων τῶν ἀποδιδομένων στό Θεό, ὅπως ᾿Ελωίμ, ᾿Αδωναΐ, Σαβαώθ, ᾿Ιεχωβᾶ κ.λπ., ὅπως καίἡ σέ τρία πρόσωπα (ἀγγέλους) ἐμφάνιση τοῦ Θεοῦ στόν ᾿Αβραάμ, κοντά στή Δρῦ τοῦ Μαμβρῆ12. Στό αὐτό τέλος πνεῦμα κινοῦνται καίὅσα λέγονται στήν Π. Διαθήκη περί τοῦ πνεύματος ὡς ἀρχῆς τῆς δυνάμεως καί τῆς ζωῆς τῶν ὄντων13 καί περί τῆς σοφίας ὡς ἐνυπάρχουσας στό Θεό καί τά πάντα ἐργαζόμενης14.
Σέἀντίθεση πρός τήν Π. Διαθήκη ὅπου τό δόγμα τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦὑπάρχει ἀμυδρῶς, στήν Καινή Διαθήκη αὐτό μαρτυρεῖται πλουσιότερα, ἐναργέστερα καί σαφέστερα. Τίς σχετικές μαρτυρίες μποροῦμε νά δοῦμε σέ δύο ἐπίπεδα. α. Στά χωρία ὅπου γίνεται λόγος σαφής περί τῆς τριαδικότητας τοῦ χριστιανικοῦ Θεοῦ, καί β. Στά χωρία ὅπου ἐξαίρονται οἱἐνδοτριαδικές σχέσεις τῶν προσώπων.
Στά πρῶτα εἶναι τά χωρία·
Ματθ. 28,19· «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τάἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τόὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ῾Αγίου Πνεύματος», ὅπου τονίζονται συγχρόνως τόἑνιαῖο καί τό τριαδικό τῶν θείων προσώπων».
Β´ Κορ. 13,13· «῾Η χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καίἡἀγάπη τοῦ Θεοῦ καίἡ κοινωνία τοῦ῾Αγίου Πνεύματος μετά πάντων ὑμῶν», ἔνθα ἐμφανῶς ἐκφράζεται ἡ τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ.
Α´ Πέτρ. 1,2· «Κατά πρόγνωσιν Θεοῦ Πατρός, ἐν ἁγιασμῷ Πνεύματος, εἰς ὑπακοήν καίῥαντισμόν αἵματος ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ» καί
Α´᾿Ιωάν. 5,7· «Τρεῖς εἰσιν οἱ μαρτυροῦντες ἐν τῷ οὐρανῷ, ὁ Πατήρ, ὁ Λόγος καί τό῞Αγιον Πνεῦμα, καί οὗτοι οἱ τρεῖς ἕν εἰσιν», κλασικόὄντως χωρίο περί τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, τόὁποῖο ὅμως θεωρεῖται ὡς μεταγενέστερη παρεμβολή στό κείμενο τῆς ἁγίας Γραφῆς.
Στά δεύτερα δέ, καταλέγονται πλῆθος χωρίων τά κυριότερα τῶν ὁποίων εἶναι·
᾿Ιωάν. 1,1· «᾿Εν ἀρχῇἦν ὁ Λόγος, καίὁ Λόγος ἦν πρός τόν Θεόν, καί Θεός ἦν ὁ Λόγος...», ὅπου ἐκφράζεται ρητάἡἐσωτερική διάκριση καί σύναψη τοῦ Λόγου μέ τόν Πατέρα, καί
Α´ Κορ. 2,10· «Τό γάρ Πνεῦμα πάντα ἐρευνᾷ καί τά βάθη τοῦ Θεοῦ», ὅπου τό Πνεῦμα παρουσιάζεται ὡς ξεχωριστό πρόσωπο, τόὁποῖο ἐρευνᾶ τά βάθη τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ.
Μέ βάση τίς πολλές καί σαφεῖς ἀναφορές τῆς Κ. Διαθήκης, ἡ᾿Εκκλησία ἐκύρωσε αὐθεντικά τό δόγμα τῆς ῾Αγίας Τριάδος στόἱερό Σύμβολο τῆς Πίστεως τῶν δύο πρώτων οἰκουμ. Συνόδων, Νικαίας (325) καί Κωνσταντινουπόλεως (381).
20. Μαρτυρεῖται ἡ θεότητα τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ῾Αγίου Πνεύματος στή Γραφή;
Βεβαιότατα μαρτυρεῖται. Τά σχετικά χωρία εἶναι ἀναμφισβήτητα καίἐναργῆ, πρέπει δέ νά τά γνωρίζουμε καλῶς γιά νά μποροῦμε ν ἀνατρέψουμε ὅλους ἐκείνους (κυρίως τούς Μάρτυρες τοῦ᾿Ιεχωβᾶ πού εἶναι πιστότατοι μαθητές τοῦ᾿Αρείου, ἔστω κι ἄν ἔζησαν 1600 χρόνια μετάἀπό αὐτόν), οἱὁποῖοι μέ λύσσα στρέφονται κατά τῆς θεότητας τοῦ Λόγου καί τοῦ῾Αγίου Πνεύματος.
Καί περί μέν τῆς θεότητας τοῦ῾Αγίου Πνεύματος κλασικό χωρίο εἶναι τό Πράξ. 5,5, ὅπου ὁ᾿Ανανίας φέρεται ψευδόμενος στό Θεό· «Οὐκ ἐψεύσω ἀνθρώποις, ἀλλά τῷ Θεῷ». Περισσότερες δέ εἶναι οἱ μαρτυρίες περί τῆς θεότητας τοῦ Λόγου. Τά σχετικά χωρία εἶναι· ᾿Ιωάν. 20,28· «ὁ Κύριός μου καίὁ Θεός μου», ὅπου ἐκφράζεται ἐνάρθρως15 ἡ θεότητα τοῦ Χριστοῦ. ῎Οχι ἁπλά Θεός, ἀλλάὁ Θεός (ὁμολογία τοῦ Θωμᾶ μετά τήν ἀνάσταση). Τίτ. 2,13· «τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ». Α´᾿Ιωάν. 5,20· «Καίἐσμεν ἐν τῷἀληθινῷ, ἐν τῷ Υἱῷ αὐτοῦ᾿Ιησοῦ Χριστῷ. Οὗτός ἐστιν ὁἀληθινός Θεός». Ρωμ. 9,5· «᾿Εξ ὧν ὁ Χριστός τό κατά σάρκα, ὁὤν ἐπί πάντων Θεός εὐλογητός εἰς τόν αἰῶνα». Α´ Τιμ. 3,16· «Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις...» (ἡ σωστήἀνάγνωση ἐδῶ εἶναι· «ὅς ἐφανερώθη ἐν σαρκί»).
21. Εἶναι κατανοητό διά τοῦ λόγου τό δόγμα τῆς ῾Αγίας Τριάδος;
῎Οχι, δέν εἶναι κατανοητό. Τό περί Τριάδος δόγμα, ὡς καί τό τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου καί τῆς θείας εὐχαριστίας ἀποτελοῦν τά κορυφαῖα μυστήρια τοῦ Θεοῦ, στάὁποῖα ἀδυνατεῖ νά προσεγγίσει γυμνός ὁἀνθρώπινος λόγος. Εἶναι ἀλήθειες ἀπόκρυφες καίἀδιάγνωστες. ῾Ο ἀνθρώπινος λόγος ἀσθμαίνει στή προσπάθειά του νά τίς περιλάβει καί νά τίς κατανοήσει. Τά φτερά του εἶναι λίγα στό πέταγμα πρός τόὑπερβατικό καίἀκατάσχετο. Τό πῶς μποροῦμε νάἐναρμονίσουμε τήν ἑνότητα τῆς θείας οὐσίας μέ τήν τριαδικότητα τῶν προσώπων, τό πῶς δηλαδήὁἕνας στήν οὐσία Θεός ὑπάρχει ὁλόκληρος σέ τρεῖς ξεχωριστές ὑποστάσεις χωρίς ὡστόσο νάὑπάρχουν καί τρεῖς θεοίἤ χωρίς νά συγχέωνται καί ν ἀφανίζονται τά πρόσωπα, εἶναι κάτι πού μᾶς προσπερνᾶ καί μᾶς ἀφήνει πίσω, κλεισμένους ἑρμητικά στό κέλυφος τῆς σύμφυτης ἀδυναμίας μας. ῾Η γνώση τῆς ἀλήθειας αὐτῆς εἶναι γιά μᾶς πολύ σημαντική γιά νά γνωρίζουμε τάὅρια καί τήν ἀντοχή τῆς φύσεώς μας μπροστά στό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, μέχρι ποῦ μποροῦμε νά προχωρήσουμε στήν ἔρευνα τοῦ μυστηρίου καί πότε νά σταματήσουμε, γιά νά μή χάσουμε στό τέλος τό μυαλό μας. Καί γιάἕναν ἄλλο λόγο· νά μή στενοχωριόμαστε ὅταν οἱἄλλοι μᾶς ζητοῦν νά τούς ἀποδείξουμε λογικά τό δόγμα τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ κι ἐμεῖς φυσικάἀδυνατοῦμε νά τούς ἀπαντήσουμε. Νάἔχουμε τήν αἴσθηση ὅτι μόνο διά τῆς πίστεως καί μέ τό φωτισμό τοῦ παναγίου Πνεύματος μποροῦμε νά δεχτοῦμε λιγοστές μόνο ἀκτίνες ἀπό τό φῶς πού περιβάλλει τήν ἀδιάγνωστη οὐσία τοῦ Θεοῦ.
Βέβαια ὁἀνθρώπινος λόγος, ἐπειδή εἶναι στή φύση του νάἐρευνᾶ καί μάλιστα τά κορυφαῖα καί δύσκολα ζητήματα τῆς ὑπάρξεώς του, δέν κάθεται μέ σταυρωμένα τά χέρια μπροστά στόὑπερλογικό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, προσπαθώντας μέὅ,τι διαθέτει νά τόἐξηγήσει ἐξωτερικά καί νά τό κάνει σαφέστερο στήν ἀνθρώπινη διάνοια. ᾿Από παλαιά δέ, προσπάθησε νά τό διασαφήσει μέ παραδείγματα ἀπό τή φυσικήἐμπειρία, τήν ψυχολογία καί τήν ἠθική. Κατά τή γνώμη μου προσφυέστερο παράδειγμα εἶναι τόἡλιακό φῶς, τήν ἀναλογία τοῦὁποίου χρησιμοποιεῖ καί τόἱερό Σύμβολο τῆς Πίστεως· «Φῶς ἐκ φωτός». Τοῦ παραδείγματος τοῦ φωτός ἔκαναν χρήση καί οἱἀρχαῖοι ᾿Απολογητές στίς γραφές τους πρός τούς ἐθνικούς. ῞Οπως ἔλεγαν ὅταν ἀνάψεις ἀπό μιάἀναμμένη λαμπάδα δύο ἄλλες λαμπάδες, ἔχουμε τρεῖς ξεχωριστές λαμπάδες πούὅμως φέρουν τόἴδιο φῶς, ἔτσι καί στήν ῾Αγία Τριάδα ἔχουμε τρία ξεχωριστά πρόσωπα στάὁποῖα ὑπάρχει ἀπαράλλακτη ἡ μία θεία οὐσία. Τό παράδειγμα αὐτόἔχει φυσικά κάποια ἀξία, χωρίς ὅμως αὐτό καθώς καί τά λοιπά παραδείγματα νά μποροῦν νάἐξαντλήσουν τόἀβυσσῶδες μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἁπλές ἀναλογίες, ἀναγκαῖες καί χρήσιμες γιά τό μυαλό μας.
No comments:
Post a Comment