11:11 AM

30 - Άρθρον τρίτον




ΑΡΘΡΟΝ ΤΡΙΤΟΝ

«Τόν δι᾿ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καί σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου καί ἐνανθρωπήσαντα».

᾿Ενῶ στό προηγούμενο ἄρθρο ἡ Σύνοδος διετύπωσε τή μεταφυσική πλευρά τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τήν ἰδιότητά του ὡς Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ (τήν ὑποστατική θέση του στήν ἐσωτερική Τριάδα) καί μέ σκοπό νά ἀποκρούσει τά αἱρετικά φληναφήματα τοῦ ᾿Αρείου, στό παρόν ἄρθρο διατυπώνει τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ ὡς σαρκωμένου Λόγου, πού ἀποσκοποῦσε στή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, χωρίς νά παραλείψει νά τονίσει καί τή σύσταση τοῦ θεανδρικοῦ προσώπου του. Τό ἄρθρο αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό, ἐξυπακούει δέ πολλές ἄλλες ἐπί μέρους πτυχές τοῦ χριστολογικοῦ δόγματος, τίς ὁποῖες θά προσπαθήσουμε νά δοῦμε, σέ βασικές πάντοτε γραμμές, στή συνέχεια τῆς ἐκθέσεώς μας.

῾Η πρώτη μεγάλη χριστολογική ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου ἔγινε γιά μᾶς τούς ἀνθρώπους καί γιά τή δική μας σωτηρία.

Περί τίνος ὅμως πρόκειται; Ποιό μεγάλο κίνδυνο διέτρεχε ἡ ἀνθρωπότητα, ὥστε νά ἔχει ἀνάγκη σωτηρίας;

Τόν κίνδυνο αὐτό συνιστᾶ ἡ ἁμαρτία πού γεννήθηκε ἀπό τήν ἀποστασία τοῦ γενάρχη, ἡ ὁποία –σέ περίπτωση πού παραμείνει– ἐγκυμονεῖ τόν αἰώνιο πνευματικό θάνατο. Διότι ἡ ἁμαρτία εἶναι φθορά τῆς φύσεως. Μέ αὐτή χάλασε ἐκεῖνο πού τόσο ὄμορφα ἔπλασεν ὁ Θεός. Εἶναι τό δηλητήριο τῆς ὑπάρξεως. ᾿Απέκοψε τό δημιούργημα ἀπό τίς ζωτικές ρίζες του καί τό παρέδωσε στή νέκρωση. Ξέφτισε τή φύση, τήν παραμόρφωσε, ἀφοῦ τήν ἀπομάκρυνε ἀπό τόν Θεό, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τήν ὀμορφιά καί τό κάλλος της. ῾Η ἁμαρτία ὑπῆρξε τό μεγάλο σφάλμα, τό τεράστιο ψεῦδος, τό πλάνεμα καί ἡ ἀποδιοργάνωση τοῦ πλάσματος πού ἦταν προορισμένο νά ζεῖ καί νά μένει στήν ἀλήθεια. ᾿Επέφερε τόν ἐκτροχιασμό τῆς πλασμένης φύσεως, τήν τοποθέτησή της σέ μιά ἄλλη ἀφύσικη τροχιά, πού ὁδηγεῖ στή δυστυχία καί τόν ὄλεθρο. ᾿Αφοῦ ξέκοψε ἀπό τόν Θεόν ὁ ἄνθρωπος, παραδόθηκε σέ ἄλλες ἀντίθεες δυνάμεις. ῾Υποβλήθηκε στό ζυγό τῆς φυσικῆς καί πνευματικῆς δουλείας131, πού καταθλίβει ὅ,τι ὄμορφο καί ὡραῖο βγῆκε ἀπό τήν ἀλήθεια καί τήν ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ. ῾Η ἁμαρτία εἶναι ἡ νύχτα τοῦ ὄντος· ὁ μηδενισμός (τό ἄδειασμα) τῆς ὑπάρξεως, τό ὀντικό ψεῦδος καί ἡ ἀναλήθεια.

Στό ψεῦδος αὐτό περιελθών ὁ ἄνθρωπος ἔχανε τήν ὑπόθεση τῆς ὑπάρξεώς του. ᾿Αλλά καί ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ ἐπλήττετο, ἀφοῦ τό πλάσμα τῆς ἀπειρόσοφης θείας βουλῆς ἀστοχοῦσε στήν ἰδέα καί τόν προορισμό του. Πῶς σέ ἕνα τέλειο, σοφό καί παντοδύναμο Πλάστη ἀστοχεῖ μιά κορυφαία ἰδιότητά του; Αὐτό σέ τελική ἀνάλυση δέν ἀναιρεῖ καί τήν ὑπόθεση τοῦ Θεοῦ; ῏Ηταν ἀνάγκη, λοιπόν, νά σωθεῖ τό πλάσμα ἀπό τήν καταστροφή του, νά ἐπανεύρει τήν ἀλήθειά του, νά κερδίσει τό λόγο του πού τόσο ἀσυλλόγιστα ἔχασε στό περιβόλι τῆς παρακοῆς. Πῶς ὅμως θά γινόταν αὐτό; ῾Ο πεσμένος ἄνθρωπος δέν μποροῦσε νά γυρίσει αὐτοδύναμα στόν κῆπο τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης, ὅπου ἡ φύση του ἔστιλβε ἀπό εὐγένεια, ντυμένη στά δῶρα τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης, τήν ἀλήθεια, τήν καθαρότητα, τήν ἀθανασία, τήν ἀλυπία καί ἀμεριμνησία, τήν εὐθύτητα, τήν ἀθωότητα, τήν ἀκακία. ῾Ο Παράδεισος ἦταν ἑρμητικά κλειστός γι᾿ αὐτόν. ῾Η ρομφαία τοῦ ἀγγέλου ἐμπόδιζε τήν εἴσοδο132. ῎Επρεπε κάποιος ἄλλος νά σπεύσει σέ βοήθειά του. Αὐτός ὅμως ὁ ἄλλος δέν ὑπῆρχε στό φυσικό πεδίο τῆς κτίσεως. Οὔτε τά ἄϋλα πνεύματα τοῦ Θεοῦ, οἱ ἄγγελοι, εἶχαν μιά τέτοια δυνατότητα, γιατί καί αὐτά ἦσαν ὄντα κτιστά, πλάσματα πεπερασμένα. ῾Ο μόνος πού μποροῦσε νά λυτρώσει τήν πεσμένη φύση ἦταν ὁ ἴδιος ὁ πλάστης της, ὁ ἀγαθός, ὁ σοφός καί ὁ παντοδύναμος δημιουργός της. Αὐτός πού ἀγαποῦσε πραγματικά τό ἀποστατημένο πλάσμα του, γνώριζε τόν τρόπο καί διέθετε τή δύναμη νά τό λυτρώσει. ᾿Αλλά ὄχι μονάχα ὁ Θεός, γιατί μιά τέτοια ἐνέργεια μονομερής θά φαλκίδευε τήν ἀλήθεια τῆς λυτρωτικῆς θείας ἐνέργειας καί θ᾿ ἀδικοῦσε καί τό ἴδιο τό πλάσμα, τοῦ ὁποίου θά κερμάτιζε τή φύση. ῎Επρεπε στό ἔργο τῆς σωτηρίας νά μπεῖ καί ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος. ῎Επρεπε τό ὄν πού θά πετύχαινε τή λύτρωση νά μήν εἶναι μόνο Θεός, ἀλλά καί ἄνθρωπος· νά εἶναι Θεάνθρωπος. ῎Ετσι ἡ λύτρωση θά ἦταν ἔργο δίκαιο, στό ὁποῖο θά σωζόταν ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ (ἡ ἠθική καί ἔλλογη ἐνέργειά του), ἀλλά καί τό πλάσμα θά μετεῖχε σέ μιά τόσο σημαντική ὑπόθεσή του. Στό δίδυμο, λοιπόν, Θεοῦ καί ἀνθρώπου θά διδόταν ἡ κραταιά μάχη, θά ἐκπορθεῖτο δίκαια ἡ δύναμη τοῦ ἐχθροῦ, θά καταστρεφόταν ἡ ἁμαρτία καί τό πλάσμα θά εἶχε κάποια σεμνή καύχηση στή λυτρωτική ἀγάπη καί σοφία τοῦ πλαστουργοῦ του.

῾Ο Θεός, λοιπόν, ἦλθε στή γῆ γιά μᾶς τούς ἀνθρώπους καί γιά τή δική μας σωτηρία. ῾Η δήλωση τοῦ Συμβόλου εἶναι σαφής καί κατηγορηματική. ῾Η σάρκωση τοῦ Λόγου ἦταν ἐμπροϋπόθετη. Σάν προϋπόθεσή της εἶχε τή λύτρωση τοῦ κόσμου ἐκ τῆς ἁμαρτίας. ῎Αν ὁ ἄνθρωπος δέν ἁμάρτανε, δέν θά ὑπῆρχε φυσικά λόγος τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως. ῾Ο πρωτόπλαστος θά συνέχιζε ἤρεμα τή ζωή του στούς κόλπους τῆς θείας χρηστότητος καί ἀγαθωσύνης καί, μέ τή βοήθεια τῆς θείας χάριτος, θά γινόταν «κατά χάριν» θεός, μέ τήν παγίωσή του στό ἀγαθό καί τό ἅγιο θέλημα τοῦ Πλάστη του. Κάτι παρόμοιο εἶχε συμβεῖ προηγούμενα στά ἀγαθά πνεύματα. Φυσικά τό δυναμικό αὐτό τέλος τῆς φύσεως ἀνέκοψεν ἡ ἁμαρτία, ἀνέλαβε δέ νά τό φέρει εἰς πέρας ὁ ἴδιος ὁ Θεός ντυμένος τόν ἄνθρωπο. Δέν νομίζουμε, ὅτι εἶναι σωστή ἡ θεολογική γνώμη πού διατυπώθηκε σέ ὁρισμένο θεολογικό ρεῦμα σκέψεως στήν ἀρχαία ᾿Εκκλησία, κατά τό ὁποῖον ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου ἦταν ἀπροϋπόθετη, θά γινόταν δηλαδή οὕτως ἤ ἄλλως, ἔστω κι ἄν δέν ἁμάρτανε ὁ ἄνθρωπος, ὡς πλήρωση αὐτοῦ καί τῆς δημιουργηθείσης κτίσεως133.

«Κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καί σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου».

῾Ο Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ «κατῆλθεν ἐκ τῶν οὐρανῶν». Μιά πολύ ἀνθρώπινη ἔκφραση. ῾Ο Λόγος κινήθηκε ἀπό τή θέση του, μετατοπίστηκε ἀπό τόν οὐρανό, κατέβηκε στή γῆ! Οἱ φράσεις αὐτές εἶναι οἰκεῖες στά φυσικά δημιουργήματα, τά ὁποῖα ἀλλάζουν συνεχῶς θέση κινούμενα στό χῶρο, ἐπειδή εἶναι ὄντα ἔνυλα καί κτιστά. Δέν μποροῦν ὅμως νά ἔχουν θέση στόν ἀναφῆ Θεό, πού εἶναι πνεῦμα ἀπόλυτο, ἀπαλλαγμένο ἀπό κάθε ἔννοια φυσικῆς συνθέσεως καί περατότητος. ῾Ο Θεός δέν κινεῖται, ἀφοῦ ὁ ἴδιος πληροῖ τά πάντα καί δέν περιορίζεται στό κτιστό σύμπαν. ῾Η φράση τοῦ Συμβόλου ἔχει ἔννοια τροπική. ῞Οπως δηλαδή τά κτιστά ὄντα ἀλλάζουν καταστάσεις καί μεταβάλλονται, ἔτσι καί στό Λόγο τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐνανθρώπησή του κάτι συνέβη, κάτι ἄλλαξε. Δέν ὑπέστη φυσικά τοπική μετάσταση οὔτε μετακινήθηκε ἀπό τό θεοπρεπές του ἀξίωμα. ῾Η θεία ἐνανθρώπηση δέν ἦταν «μετάστασις τοπική», ἀλλά «συγκατάβασις θεϊκή»134. ῾Ο Λόγος, χωρίς νά ὑποστεῖ οὐσιαστική μεταβολή, προσέλαβε κάτι πού δέν εἶχεν ὡς τήν ὥρα ἐκείνη. ῎Εγινεν ἄνθρωπος καί συναναστράφηκε μέ τούς ἀνθρώπους. Μπῆκε σέ μιά καινούργια φάση ζωῆς. Αὐτή τήν ἔννοια εἶχε ἡ θεία του κένωση· τό ἄδειασμα ἀπό τήν ἀρχαία δόξα του, μέ τήν ἔννοιαν ὅτι στό πεδίο τῆς ἔγχρονης ζωῆς του ἡ τριαδική δόξα τῆς θείας του φύσεως κρυβόταν πίσω ἀπό τό παραπέτασμα τῆς σάρκας τήν ὁποίαν προσέλαβε, ἀθέατη στούς σωματικούς τῶν ἀνθρώπων ὀφθαλμούς. Μόνον ἔμμεσα φαινόταν ἡ δόξα τῆς τριαδικῆς του ἐνέργειας σέ ὅσα σημεῖα ὁ Θεάνθρωπος ἐπίστωνε τήν ἄπειρη θεία φύση του (στά θαύματα κυρίως), ἄμεσα δέ, καί στό μέτρο τῆς φυσικῆς δεκτικότητος τοῦ πλάσματος, στό ῎Ορος Θαβώρ135, ὅπου ἡ δόξα του κατέλαμψε τούς σωματικούς ὀφθαλμούς τῶν μαθητῶν καί κατηύγασε τή φύση, ἐπισκιάσασα καί αὐτήν ἀκόμη τοῦ ἡλίου τή λαμπρότητα! ῾Η κένωση σήμαινε τήν εἴσοδο τοῦ Λόγου στό πεδίο τῆς ἱστορικῆς ζωῆς. Τήν εἴσοδο σέ μιά ζωή ταπεινώσεως, γεμάτη πόνο καί ὀδύνη. Αὐτό δέν εἶναι σχῆμα λόγου. Εἶναι ἡ ἀλήθεια καί ἡ πραγματικότητα τῆς νέας ζωῆς, τήν ὁποίαν ὁ Λόγος συμμεριζόταν μέ τήν ἀναληφθεῖσα σάρκα του. Στή συνέχεια θά δοῦμε τήν ἔννοια τῶν λόγων αὐτῶν. Στό θαῦμα τῆς κενώσεως136 ἀποτυπώνεται ἡ ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὑπερβαίνουσα «πάντα νοῦν», ἡ θεία ἀγαθωσύνη πού γιά μᾶς εἶναι τό μεγάλο αἴνιγμα, τό «ἄφραστον θαῦμα»137, πού δέν μπορεῖ νά μετρηθεῖ μέ τή φτωχή μας διάνοια.

Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 comments :

Post a Comment

 
eXTReMe Tracker

Category 3

[Valid Atom 1.0]

ΣΧΟΛΙΑ

TRANSLATE


RECENT POSTS

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Followers

| ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ © 2009. All Rights Reserved | Template Style by My Blogger Tricks .com | Design by Brian Gardner | Back To Top |