2:06 PM

Παράλληλα κείμενα



Π Α Ρ Α Λ Λ Η Λ Α   Κ Ε Ι Μ Ε Ν Α

Κείµενο  1ο:  Ηθική αρετή,  ἕξις, ἔθος και «µεσότητα»

∆ιὸ  καὶ καλῶς  ὠνόµασται τὸ  ἦθος. ἔστι    µὲν   γάρ,    ὡς    τύπῳ    εἰπεῖν, ποιότης  τοῦ  ἀλόγου   τὸ  ἦθος, ὠνόµασται δ'  ὅτι  τὴν  ποιότητα ταύτην  καὶ  τὴν  διαφορὰν  ἔθει λαµβάνει τὸ ἄλογον ὑπὸ τοῦ λόγου πλαττόµενον,  οὐ  βουλοµένου  τὸ πάθος    ἐξαιρεῖν  παντάπασιν   (οὔτε γὰρ   δυνατόν  οὔτ'   ἄµεινον),   ἀλλ' ὅρον    τινὰ    καὶ    τάξιν    ἐπιτιθέντος αὐτῷ καὶ τὰς ἠθικὰς ἀρετάς, οὐκ ἀπαθείας οὔσας  ἀλλὰ συµµετρίας παθῶν   καὶ µεσότητας,  ἐµποιοῦντος· ἐµποιεῖ δὲ τῇ φρονήσει τὴν τοῦ παθητικοῦ δύναµιν  εἰς  ἕξιν  ἀστείαν καθιστάς.  τρία   γὰρ  δὴ  ταῦτά   φασι περὶ τὴν ψυχὴν ὑπάρχειν, δύναµιν πάθος  ἕξιν.  ἡ µὲν οὖν  δύναµις  ἀρχὴ καὶ  ὕλη τοῦ  πάθους, οἷον  ὀργιλότης αἰσχυντηλία  θαρραλεότης·       τὸ   δὲ πάθος  κίνησίς  τις ἤδη τῆς δυνάµεως, οἷον  ὀργὴ θάρσος  αἰδώς  [θράσος]·  ἡ δ' ἕξις ἰσχὺς  καὶ  κατασκευὴ τῆς περὶ τὸ ἄλογον  δυνάµεως ἐξ ἔθους ἐγγενόµενη, κακία µὲν, ἂν φαύλως ἀρετὴ  δ',  ἂν  καλῶς  ὑπὸ  τοῦ  λόγουπαιδαγωγηθῇ τὸ πάθος.
Για τούτο  σωστά και το ήθος ονοµάστηκε έτσι·  το ήθος, δηλαδή, για να το πούµε σχηµατικά,   είναι   ποιότητα  του  αλόγου, και ονοµάζεται έτσι γιατί  το άλογο, πλαθόµενο από τον λόγο, αποκτά την ποιότητα τούτη  και  τη  διαφορά από  τη συνήθεια    (έθος),    αφού    ο   λόγος    δεν επιθυµεί  να  εξαλείψει  εντελώς  το  πάθος (ούτε δυνατόν είναι, άλλωστε, ούτε το καλύτερο),  αλλά   του  επιβάλλει   κάποιο όριο   και   τάξη   και   του   εµφυτεύει   τις ηθικές αρετές, οι οποίες δεν είναι  έλλειψη πάθους     αλλά    συµµετρία    παθών     και
µεσότητα· ο λόγος, µάλιστα,  εµφυτεύει τις ηθικές  αρετές  διά  της  φρονήσεως, κάνοντας τη  δύναµη  του  παθητικού ευπρεπή   έξη.  Λέγεται,  εξ  άλλου,   πως  η ψυχή   κατέχει   τα   εξής  τρία·      δύναµη, πάθος,  έξη. Η  δύναµη  είναι  αφετηρία  ή υλικό  του πάθους,  όπως, για  παράδειγµα η οργιλότητα, η ντροπαλότητα, η τολµηρότητα. Το πάθος είναι ένα είδος κίνησης της δύναµης, όπως η οργή, το θάρρος,  η ντροπή  [η τόλµη]. Η έξη, τέλος, είναι  ισχύς  και  κατάσταση της  δύναµης του αλόγου,  που προέρχεται από τη συνήθεια  και  γίνεται,  αφενός,  κακία,  αν το πάθος  παιδαγωγήθηκε άσχηµα  από  το λόγο, και, αφετέρου,  αρετή, αν (το πάθος)
παιδαγωγήθηκε σωστά.

Πλούταρχος, Περὶ ἠθικῆς ἀρετῆς, 443 c-d. (Μετάφραση: Φιλολογική  οµάδα, εκδ. Κάκτος)

Κείµενο  2ο:  Ηθική αρετή - διδασκαλία - ηδονή

τί  οὖν;  οὐκ  ἂν  εἴποις  καὶ  αὐτός  «εἰ
µὴ γίνονται µαθήσει βελτίονες ἄνθρωποι, παραπόλλυται ὁ µισθὸς τῶν παιδαγωγῶν»; πρῶτοι γὰρ οὗτοι παραλαµβάνοντες  ἐκ  γάλακτος, ὥσπερ  αἱ  τίτθαι ταῖς χερσὶ τὸ σῶµα πλάττουσιν,   οὕτω    τὸ   ἦθος ῥυθµίζουσι  τοῖς ἔθεσιν  εἰς  ἴχνος  τι πρῶτον ἀρετῆς καθιστάντες. καὶ ὁ Λάκων ἐρωτηθεὶς τί παρέχει παιδαγωγῶν, «τὰ καλὰ» ἔφη «τοῖς παισὶν ἡδέα ποιῶ».
Τι λοιπόν; ∆εν θα έλεγες και συ ότι «αν οι άνθρωποι δεν  γίνονται  καλύτεροι µε τη
µάθηση, η αµοιβή που δίνεται στους παιδαγωγούς  πάει  χαµένη»;  Αυτοί, δηλαδή,  είναι  οι  πρώτοι  που παραλαµβάνουν το παιδί  µόλις απογαλακτιστεί και, όπως ακριβώς οι τροφοί  πλάθουν το σώµα του µε τα χέρια τους,  έτσι  οι  παιδαγωγοί διαπλάθουν µε τις συνήθειες που του µαθαίνουν το χαρακτήρα του  παιδιού, βάζοντάς  το  να κάνει  το πρώτο  βήµα του στα χνάρια της αρετής. Έτσι  ο Λάκωνας,  όταν  ρωτήθηκε τι  πετύχαινε  παιδαγωγώντας,  απάντησε:
«Κάνω  τα  σωστά   πράγµατα  ευχάριστα
για τα παιδιά».

Πλούταρχος, Εἰ διδακτὸν ἡ ἀρετή, 439 f. (Μετάφραση: Φιλολογική  οµάδα, εκδ. Κάκτος)

Κείµενο  3ο:  Έλλειψη - υπερβολή - µεσότητα

τὴν δ' ὁρµὴν τῷ πάθει  ποιεῖ  τὸ ἦθος,
λόγου    δεοµένην    ὁρίζοντος,   ὅπως
µετρία παρῇ καὶ µήθ' ὑπερβάλλῃ  µήτ' ἐγκαταλείπῃ τὸν  καιρόν.  τὸ  γὰρ  δὴ παθητικὸν καὶ  ἄλογον  κινήσεσι χρῆται  ταῖς  µὲν ἄγαν  σφοδραῖς καὶ ὀξείαις ταῖς δὲ µαλακωτέραις ἢ προσήκει καὶ ἀργοτέραις. ὅθεν ἕκαστον  ὧν  πράττοµεν  ἀεὶ µοναχῶς
µὲν κατορθοῦται πλεοναχῶς δ' ἁµαρτάνεται·   τὸ γὰρ βαλεῖν τὸν σκοπὸν   ἕν  ἐστι  καὶ  ἁπλοῦν, ἀστοχοῦσι δ' ἄλλοτ' ἄλλως, ὑπερβάλλοντες τὸ µέτριον ἢ προαπολείποντες. τοῦτ' οὖν τοῦ πρακτικοῦ λόγου  κατὰ  φύσιν ἔργον ἐστί,  τὸ  ἐξαιρεῖν τὰς  ἀµετρίας   τῶν παθῶν   καὶ   πληµµελείας.   ὅπου   µὲν γὰρ  ὑπ'  ἀρρωστίας καὶ  µαλακίας ἢ δέους   καὶ   ὄκνου   προενδίδωσιν    ἡ ὁρµὴ καὶ προαπολείπει τὸ καλὸν, ἐνταῦθα πάρεστιν ἐξεγείρων καὶ ἀναρριπίζων, ὅπου  δὲ  πάλιν ἐκφέρεται  ῥυεῖσα   πολλὴ   καὶ ἄτακτος,  ἐκεῖ  τὸ  σφοδρὸν  ἀφαιρεῖ καὶ ἵστησιν. οὕτως δ' ὁρίζων τὴν παθητικὴν  κίνησιν  ἐµποιεῖ  τὰς ἠθικὰς ἀρετὰς περὶ τὸ ἄλογον, ἐλλείψεως καὶ ὑπερβολῆς µεσότητας οὔσας.
Το ήθος, τώρα,  δηµιουργεί  την  ορµή του πάθους,  χρειάζεται, όµως, τον λόγο για να την κρατήσει  στα όρια  του µέτρου και να την εµποδίσει να υπερβεί ή να υπολειφθεί της κατάλληλης στιγµής. Πραγµατικά, το παθητικό  και  άλογο   κινείται άλλοτε  µε
µεγάλη σφοδρότητα και  ταχύτητα και άλλοτε   πιο   µαλακά   και   αργά   απ’  ό,τι απαιτεί  η  περίσταση.   Για  τούτο   καθετί που    κάνουµε    κάθε    φορά    µπορεί    να πετύχει    κατά    ένα   µόνο   τρόπο,    αλλά
µπορεί  ν’ αποτύχει κατά  πολλούς·  για  να πετύχουµε,  άλλωστε,  τον  στόχο  δεν υπάρχει   παρά    µόνο   ένας   και    απλός τρόπος,  ενώ είναι  δυνατό ν’ αστοχήσουµε
µε πολλούς  τρόπους,   ανάλογα µε το  αν υπερβαίνουµε το  µέτριο  ή υστερούµε  ως προς  αυτό.  Τούτο  λοιπόν  είναι  το  κατά φύση έργο του πρακτικού λόγου, να καταλύει και  τις  υπερβολές  και  τις ελλείψεις των παθών. Στις περιπτώσεις, δηλαδή,   όπου   από   ασθένεια   και αδυναµία  ή  από   φόβο  και  δισταγµό   η ορµή  ενδίδει   πολύ   γρήγορα  και απαρνιέται πρόωρα το καλό, εκεί εµφανίζεται ο πρακτικός λόγος για να υποκινήσει και  να  συδαυλίσει την  ορµή· όπου, πάλι, η ορµή προχωρεί πέρα από τα κανονικά όρια,  ρέοντας  υπερβολική   και άτακτη,  εκεί  ο πρακτικός λόγος  αφαιρεί τη  βιαιότητά της  και  την  ελέγχει.  Έτσι, περιορίζοντας την  κίνηση  των  παθών,  η λογική εµφυτεύει στο άλογο τις ηθικές αρετές,  οι  οποίες  είναι  το  µεσαίο  σηµείο
ανάµεσα έλλειψης και υπερβολής.

Πλούταρχος, Περὶ ἠθικῆς ἀρετῆς, 444 b. (Μετάφραση: Φιλολογική  οµάδα, εκδ. Κάκτος)

Κείµενο  4ο:  Μεσότης και µέτρον

Ἀλλ' οὐ µὴν τό γε τῆς ἀµούσου τε καὶ ἀσχήµονος φύσεως ἄλλοσέ ποι ἂν φαῖµεν ἕλκειν ἢ εἰς ἀµετρίαν.
Τί µήν;
Ἀλήθειαν  δ'  ἀµετρίᾳ   ἡγῇ   συγγενῆ εἶναι  ἢ ἐµµετρίᾳ;
Ἐµµετρίᾳ.
Ἔµµετρον  ἄρα  καὶ  εὔχαριν ζητῶµεν πρὸς  τοῖς  ἄλλοις  διάνοιαν φύσει, ἣν ἐπὶ τὴν τοῦ ὄντος ἰδέαν ἑκάστου τὸ αὐτοφυὲς εὐάγωγον παρέξει.
Πῶς δ' οὔ;
Τί οὖν; µή πῃ δοκοῦµέν  σοι οὐκ ἀναγκαῖα ἕκαστα   διεληλυθέναι καὶ ἑπόµενα ἀλλήλοις τῇ µελλούσῃ τοῦ ὄντος   ἱκανῶς   τε  καὶ   τελέως   ψυχῇ
µεταλήψεσθαι;
Ἀναγκαιότατα µὲν οὖν, ἔφη.
Αλλά  και  µια  φύση  άµουση  και αφιλόκαλη  πού   αλλού   θα   πούµε   πως τραβά φυσικά  παρά  στην ασυµµετρία.
Πού αλλού βέβαια;
Νοµίζεις όµως πως η αλήθεια  έχει περισσότερη σχέση µε τη συµµετρία ή την ασυµµετρία;
Με τη συµµετρία.
Πρέπει   λοιπόν   εκτός   από   τ’  άλλα   να ζητούµε µια διάνοια προικισµένη  από  τη φύση έτσι που ν’ αγαπά τη συµµετρία και τη χάρη και που η έµφυτη προδιάθεσή της θα  την  οδηγά  εύκολα  προς  το  καθαυτό ον.
Πώς όχι;
Αλλά  στάσου· µήπως σου περνά  κάπως  η ιδέα, πως όλες αυτές οι ιδιότητες που απαριθµήσαµε, δεν  είναι  και  συνέπεια  η
µία  της  άλλης  και  απαραίτητες  για  την ψυχή που πρόκειται να µεταλάβει, όσο παίρνει αρκετά  από το ον;
Και πολύ µάλιστα απαραίτητες.

Πλάτων,  Πολιτεία, 486 d-487a. (Μετάφραση: Ι. Ν. Γρυπάρης)

Κείµενο  5ο:  Η υπακοή στους νόµους

πρὸς  δὲ  τὴν  πατρίδα ἄρα  καὶ  τοὺς νόµους ἐξέσται σοι, ὥστε, ἐάν σε ἐπι- χειρῶµεν ἡµεῖς ἀπολλύναι δίκαιον ἡγούµενοι  εἶναι, καὶ σὺ δὲ ἡµᾶς τοὺς νόµους  καὶ  τὴν  Πατρίδα καθ'  ὅσον δύνασαι ἐπιχειρήσεις ἀνταπολλύναι, καὶ  φήσεις  ταῦτα  ποιῶν  δίκαια πράττειν, ὁ  τῇ  ἀληθείᾳ   τῆς  ἀρετῆς ἐπιµελόµενος; ἢ οὕτως  εἶ σοφὸς  ὥστε λέληθέν σε ὅτι µητρός τε καὶ  πατρὸς καὶ  τῶν  ἄλλων  προγόνων ἁπάντων τιµιώτερόν ἐστιν  πατρὶς καὶ  σεµνό- τερον  καὶ  ἁγιώτερον καὶ  ἐν µείζονι
µοίρᾳ καὶ παρὰ  θεοῖς καὶ παρ' ἀνθρώποις τοῖς νοῦν ἔχουσι,  καὶ σέβεσθαι  δεῖ  καὶ   µᾶλλον   ὑπείκειν καὶ   θωπεύειν πατρίδα  χαλεπαίνου- σαν ἢ πατέρα, καὶ  ἢ πείθειν ἢ ποιεῖν ἃ ἂν κελεύῃ, καὶ πάσχειν ἐάν τι προστάττῃ παθεῖν  ἡσυχίαν ἄγοντα, ἐάντε τύπτεσθαι ἐάντε δεῖσθαι, ἐάντε εἰς πόλεµον ἄγῃ τρωθησόµενον ἢ ἀποθανούµενον,    ποιητέον    ταῦτα, καὶ  τὸ δίκαιον οὕτως  ἔχει, καὶ  οὐχὶ ὑπεικτέον οὐδὲ ἀναχωρητέον οὐδὲ λειπτέον  τὴν   τάξιν,  ἀλλὰ   καὶ   ἐν πολέµῳ καὶ ἐν δικαστηρίῳ καὶ πανταχοῦ  ποιητέον  ἃ  ἂν  κελεύῃ  ἡ πόλις  καὶ ἡ πατρίς, ἢ πείθειν αὐτὴν ᾗ τὸ δίκαιον πέφυκε·  βιάζεσθαι δὲ οὐχ ὅσιον  οὔτε  µητέρα οὔτε  πατέρα, πο- λὺ δὲ τούτων  ἔτι ἧττον  τὴν πατρίδα; τί  φήσοµεν  πρὸς  ταῦτα, ὦ  Κρίτων; ἀληθῆ λέγειν τοὺς νόµους ἢ οὔ;
Απέναντι όµως στην  πατρίδα και  στους νόµους φαντάζεσαι πως έχεις τέτοια δικαιώµατα ώστε, αν εµείς θέλουµε να σε θανατώσουµε -γιατί  νοµίζουµε  πως  είναι δίκαιο-   να  προσπαθήσεις και  συ  από  τ’ άλλο µέρος να καταστρέψεις εµάς τους Νόµους  και   την  Πατρίδα,  όσο  φυσικά σου  περνάει  από  το  χέρι; Και  κάνοντας αυτά θα ισχυριστείς πως κάνεις δίκαιες πράξεις,  συ  που  αληθινά   φροντίζεις   για την  αρετή; Αλήθεια,  τόση  είναι  η σοφία σου,  ώστε  δεν  έχεις  καταλάβει  ότι  και από τη µητέρα και από τον πατέρα κι απ’ όλους τους άλλους προγόνους το πιο πολύτιµο,  το πιο σεβαστό, το πιο ιερό, το ανώτερο   αγαθό   είναι  η  Πατρίδα, σύµφωνα  µε την κρίση των θεών και  των γνωστικών ανθρώπων; ∆εν έχεις ακόµη καταλάβει  πως   έχουµε  χρέος   να σεβόµαστε και να υποτασσόµαστε και να καλοπιάνουµε,  όταν  οργίζεται, περισσότερο την  Πατρίδα παρά  τον πατέρα,   και    αν   τυχόν    δε   βρίσκουµε σωστές τις εντολές της ή να προσπαθούµε να την πείθουµε ή να εκτελούµε όσα προστάζει; Ξεχνάς  ακόµη  πως  πρέπει  να υποφέρουµε  χωρίς διαµαρτυρίες αν µας υποχρεώνει  να  πάθουµε  κάτι,  είτε προστάζει να µας δέρνουν  είτε να µας ρίχνουν  δεµένους στη φυλακή  είτε να µας στέλνουν   στον   πόλεµο   για   να πληγωθούµε   ή  και  να  σκοτωθούµε;  ∆εν έχεις λοιπόν  καταλάβει ότι οφείλουµε όλα αυτά  να  τα  κάνουµε,  και  το  δίκαιο έτσι είναι,  και  όχι  να  αποφεύγουµε  τη στράτευση ούτε  να  οπισθοχωρούµε  από δειλία    την   ώρα    της   µάχης   ούτε    να
λιποτακτούµε, αλλά  και στον πόλεµο και στο δικαστήριο και  παντού έχουµε χρέος να  εκτελούµε  όσα  προστάζει η Πολιτεία και η Πατρίδα, ή, αν έχουµε άλλη γνώµη, να  την  πείθουµε  ποιο  είναι  πραγµατικά το δίκαιο;  Και  ότι  δεν είναι  σύµφωνο  µε το θείο νόµο να φέρνεται  ο άνθρωπος µε βία ούτε στη µητέρα ούτε στον πατέρα κι απ’ αυτούς πολύ λιγότερο  ακόµη στην Πατρίδα, δεν  το  έχεις  καταλάβει; Τι  θα απαντήσουµε σε όλα  αυτά,  Κρίτων;  Ότι οι Νόµοι λένε την αλήθεια  ή όχι;

Πλάτων,  Κρίτων,  51 a-c. (Μετάφραση: από  το σχολικό  βιβλίο της Γ΄ Γυµνασίου,  Ο.Ε.∆.Β.,
1996)


Κείµενο  6ο:  Περιβάλλον και ἦθος

Τὴν  Ἀσίην  πλεῖστον διαφέρειν φηµὶ τῆς Εὐρώπης  ἐς τὰς φύσιας τῶν ξυµπάντων, τῶν τε ἐκ τῆς γῆς φυοµένων  καὶ  τῶν ἀνθρώπων·    πολὺ γὰρ καλλίονα καὶ µείζονα πάντα γίγνεται ἐν τῇ Ἀσίῃ·   ἥ τε χώρη  τῆς χώρης ἡµερωτέρη, καὶ τὰ ἤθεα τῶν ἀνθρώπων ἠπιώτερα καὶ εὐοργητότερα. Τὸ δὲ αἴτιον τουτέων ἡ κρῆσις  τῶν  ὡρέων,  ὅτι τοῦ  ἡλίου ἐν µέσῳ τῶν ἀνατολέων κέεται  πρὸς τὴν  ἠῶ,  τοῦ  τε  ψυχροῦ   πορρωτέρω· τὴν    δὲ    αὔξησιν     καὶ     ἡµερότητα παρέχει πλεῖστον ἁπάντων, ὁκόταν
µηδὲν ᾖ ἐπικρατέον βιαίως,  ἀλλὰ παντὸς  ἰσοµοιρίη  δυναστεύῃ.   Ἔχει δὲ   κατὰ    τὴν   Ἀσίην    οὐ   πανταχῆ ὁµοίως,  ἀλλ'  ὅση  µὲν τῆς  χώρης  ἐν
µέσῳ  κέεται   τοῦ   θερµοῦ   καὶ   τοῦ ψυχροῦ, αὕτη  µὲν εὐκαρποτάτη ἐστὶ καὶ   εὐδενδροτάτη  καὶ   εὐδιεστάτη, καὶ    ὕδασι     καλλίστοισι   κέχρηται τοῖσί  τε οὐρανίοισι καὶ τοῖσιν ἐκ τῆς γῆς. Οὔτε γὰρ ὑπὸ τοῦ θερµοῦ ἐκκέκαυται  λίην,  οὔτε  ὑπὸ  αὐχµῶν καὶ   ἀνυδρίης  ἀναξηραίνεται,  οὔτε ὑπὸ  ψύχεος  βεβιασµένη· ἐπεὶ δὲ  καὶ διάβροχός ἐστιν  ὑπό  τε ὄµβρων πολλῶν   καὶ   χιόνος,  τά   τε   ὡραῖα αὐτόθι πολλὰ  ἐοικὸς  γίγνεσθαι, ὁκόσα  τε ἀπό σπερµάτων, καὶ ὁκόσα αὐτὴ  ἡ γῆ ἀναδιδοῖ φυτά·   ὧν τοῖσι καρποῖσι χρέονται ἄνθρωποι, ἡµεροῦντες     ἐξ    ἀγρίων,    καὶ     ἐς
Ισχυρίζοµαι  ότι  η  Ασία   διαφέρει κατά πολύ  από  την  Ευρώπη  ως προς  τη φύση όλων των πραγµάτων, δηλαδή και των προϊόντων  της  γης  και  των  ανθρώπων. Στην   Ασία   όλα   γίνονται   πολύ οµορφότερα και  µεγαλύτερα·  η  µια περιοχή  είναι  πιο  ήρεµη από  την άλλη,  ο χαρακτήρας  των  κατοίκων είναι ηπιότερος    και   πιο   ήρεµος.   Αιτία    για τούτο είναι το εύκρατο κλίµα, επειδή η περιοχή   βρίσκεται   ανατολικά,  ανάµεσα στις δυο ανατολές του ήλιου, και αποµακρυσµένη  από  το  ψύχος.  Η ανάπτυξη και η ηµερότητα ευνοούνται περισσότερο, όταν κανένα  στοιχείο  δεν υπερισχύει πάνω στο άλλο βίαια, αλλά επικρατεί   ισορροπία   µεταξύ    τους.   Η Ασία,  ωστόσο,  δεν είναι  παντού οµοιόµορφη.  Οι περιοχές  που  βρίσκονται σε ίση απόσταση ανάµεσα  στο  κρύο  και τη   ζέστη,   είναι   πολύ   εύφορες, σκεπάζονται  από  πυκνά   δάση  κι  έχουν πολύ   ήπιο   κλίµα·  τα   νερά   τους   είναι υπέροχα,  είτε προέρχονται από  τη βροχή είτε  από  πηγές.  Ούτε  ξεροψήνονται από τη ζέστη, ούτε  στεγνώνουν από  ξηρασίες και έλλειψη  νερού, ούτε µαστίζονται από το  κρύο.  Επειδή  το  έδαφος  διαποτίζεται από   άφθονες   βροχές   και   χιόνια,   είναι φυσικό    τα    αγαθά   της   γης   να   είναι άφθονα, τόσο αυτά  που προέρχονται από σπορά  όσο κι εκείνα που µόνη της δίνει η γη,  των  οποίων  τους  καρπούς χρησιµοποιούν            οι             άνθρωποι,
µετατρέποντάς τους από άγριους σε καλλιεργήσιµους    και     µεταφυτεύοντάς τους  σε κατάλληλο έδαφος.  Τα  ζώα  που
τρέφονται  σ’   αυτές   τις   περιοχές,   είναι ἐπιτήδειον µεταφυτέοντες·     τά τε ἐντρεφόµενα κτήνεα εὐθηνέειν εἰκός, καὶ   µάλιστα   τίκτειν  τε  πυκνότατα καὶ ἐκτρέφειν κάλλιστα·    τούς τε ἀνθρώπους εὐτραφέας εἶναι, καὶ τὰ εἴδεα     καλλίστους,    καὶ     µεγέθεα
µεγίστους,  καὶ ἥκιστα  διαφόρους  ἐς τὰ   εἴδεα   αὐτέων   καὶ   τὰ   µεγέθεα· εἰκός  τε τὴν χώρην  ταύτην  τοῦ  ἦρος ἐγγύτατα εἶναι κατὰ  τὴν  φύσιν  καὶ
τὴν µετριότητα τῶν ὡρέων.
φυσικά      σε     εξαιρετική     κατάσταση,
γεννούν    πολύ   συχνά   και   τρέφουν    τα
µικρά  τους  µε τον  καλύτερο  τρόπο.   Οι άνθρωποι είναι  καλοθρεµµένοι,   µε πολύ όµορφη  εµφάνιση  και  πολύ  ψηλό ανάστηµα   µε  ελάχιστες   διαφορές    στην όψη  και  το  ύψος.  Η  περιοχή   αυτή,  θα
µπορούσε  κανείς  να  πει, µοιάζει  ως προς το   χαρακτήρα  και   την   ηπιότητα  των εποχών µε την άνοιξη.

Ἱπποκράτης, Περὶ ἀέρων, ὑδάτων, τόπων,  12. (Μετάφραση: Β. Μανδηλαράς)

Κείµενο  7ο:   Η αρετή και η «µεσότητα» στην  Πολιτεία


Εἰ γὰρ καλῶς ἐν τοῖς ἠθικοῖς  εἴρηται τὸ τὸν εὐδαίµονα βίον εἶναι  τὸν κατ' ἀρετὴν   ἀνεµπόδιστον,  µεσότητα   δὲ τὴν   ἀρετήν,   τὸν   µέσον  ἀναγκαῖον βίον  εἶναι  βέλτιστον, τῆς  ἑκάστοις ἐνδεχοµένης  τυχεῖν  µεσότητος.  Τοὺς δὲ αὐτοὺς  τούτους  ὅρους  ἀναγκαῖον εἶναι  καὶ  πόλεως  ἀρετῆς  καὶ  κακίας καὶ  πολιτείας, ἡ  γὰρ  πολιτεία  βίος τίς ἐστι πόλεως.  Ἐν ἁπάσαις δὴ ταῖς πόλεσίν  ἐστι τρία  µέρη τῆς  πόλεως, οἱ µὲν εὔποροι σφόδρα, οἱ δὲ ἄποροι σφόδρα,   οἱ    δὲ    τρίτοι   οἱ    µέσοι τούτων.  Ἐπεὶ  τοίνυν  ὁµολογεῖται  τὸ
µέτριον    ἄριστον   καὶ    τὸ    µέσον,
φανερὸν ὅτι  καὶ  τῶν εὐτυχηµάτων ἡ κτῆσις ἡ µέση βελτίστη πάντων.
Εάν δηλαδή  ορθώς εν τοις Ηθικοίς  ελέχθη ότι ευδαίµων βίος είναι ο ανεµπόδιστος εν τη αρετή,  η αρετή  δε είναι  µεσότης, κατ’ ανάγκην ο της µέσης στάθµης βίος είναι  ο βέλτιστος, ο µέσος δρόµος τον οποίον δύναται να ακολουθήσει ο πάσης  τάξεως άνθρωπος.  Αυτά  δε κατ’ ανάγκην είναι τα κριτήρια,   άτινα    ισχύουν    και   επί   της αρετής   και   κακίας    του   πολιτεύµατος, διότι    και   το   πολίτευµα    βίος   τις   της πόλεως  είναι.  Ούτω  εις πάσας  τας  πόλεις τρία  µέρη  εκάστης  υπάρχουν, οι  µεν εν
µεγάλω βαθµώ πλούσιοι, οι δε εν µεγάλω βαθµώ   άποροι,  οι   τρίτοι    δε   οι   µέσοι τούτων. Επειδή λοιπόν κατά κοινήν παραδοχήν το µέτριον και το µέσον είναι το άριστον, φανερόν ότι και εξ όλων των αγαθών των χορηγουµένων υπό της τύχης
η µέση κτήσις είναι η βελτίστη.

Ἀριστοτέλης, Πολιτικά, 1295 a37 - b 6. (Μετάφραση: Π. Λεκατσάς)


Κείµενο  8ο:  «Μεσότητα» και Πολιτεία


∆ῆλον   ἄρα   ὅτι   καὶ   ἡ  κοινωνία   ἡ πολιτικὴ  ἀρίστη   ἡ  διὰ   τῶν  µέσων, καὶ τὰς τοιαύτας ἐνδέχεται εὖ πολιτεύεσθαι πόλεις  ἐν αἷς  δὴ πολὺ τὸ  µέσον  καὶ  κρεῖττον µάλιστα  µὲν ἀµφοῖν,  εἰ δὲ µή, θατέρου  µέρους, προστιθέµενον γὰρ  ποιεῖ  ῥοπὴν  καὶ κωλύει γίγνεσθαι τὰς ἐναντίας ὑπερβολάς.  ∆ιόπερ εὐτυχία µεγίστη τοὺς   πολιτευοµένους   οὐσίαν  ἔχειν
µέσην  καὶ  ἱκανήν, ὡς  ὅπου   οἱ  µὲν πολλὰ    σφόδρα   κέκτηνται   οἱ    δὲ
µηθέν, ἢ δῆµος ἔσχατος  γίγνεται ἢ ὀλιγαρχία ἄκρατος ἢ τυραννὶς δι' ἀµφοτέρας   τὰς  ὑπερβολάς·  καὶ  γὰρ ἐκ   δηµοκρατίας   τῆς   νεανικωτάτης καὶ  ἐξ ὀλιγαρχίας γίνεται τυραννίς, ἐκ  δὲ  τῶν  µέσων  καὶ  τῶν  σύνεγγυς πολὺ ἧττον. Τὴν δ' αἰτίαν ὕστερον  ἐν τοῖς     περὶ     τὰς     µεταβολὰς     τῶν πολιτειῶν ἐροῦµεν. Ὅτι δ' ἡ µέση βελτίστη, φανερόν· µόνη γὰρ ἀστα- σίαστος,  ὅπου    γὰρ   πολὺ   τὸ   διὰ
µέσου,  ἥκιστα   στάσεις   καὶ διαστάσεις γίγνονται τῶν πολιτειῶν. Καὶ αἱ µεγάλαι  πόλεις  ἀστασιαστότεραι διὰ τὴν αὐτὴν  αἰτίαν, ὅτι πολὺ τὸ µέσον· ἐν  δὲ  ταῖς µικραῖς  ῥᾴδιόν  τε διαλαβεῖν εἰς δύο πάντας ὥστε µηθὲν καταλιπεῖν µέσον, καὶ πάντες  σχεδὸν ἄποροι ἢ εὔποροί εἰσιν.
Φανερόν λοιπόν ότι αρίστη είναι και η πολιτική  κοινωνία  η  συγκροτουµένη  εκ των  πολιτών της  µέσης τάξεως,  και  ότι επιδεικτικαί καλού  πολιτικού βίου  είναι αι  τοιαύται πόλεις,  εν  αις  η  µέση τάξις είναι πολυπληθεστέρα και ισχυροτέρα κυρίως  µεν των  δύο  άλλων,  ει δε µη, της
µιας  των  τάξεων  τούτων,  διότι προστιθέµενη  εις την ασθενεστέραν συντελεί  εις  την  ισορροπίαν και  κωλύει τας    αντιθέτους   ακρότητας.    ∆ιό    και
µέγιστον διά τας πόλεις ευτύχηµα είναι το να έχουν οι µετέχοντες της πολιτικής εξουσίας  περιουσίαν µέσην  και  επαρκή, καθότι  όπου  οι  µεν υπερβολικά µεγάλην έχουν  περιουσίαν, οι δε ουδεµίαν,  εκεί ή ακροτάτη  δηµοκρατία επικρατεί  ή άκρατος ολιγαρχία ή τυραννίς εξ αµφοτέρων τούτων των υπερβολών ανακύπτει. ∆ιότι και εκ της νεωτάτης δηµοκρατίας και εκ της ολιγαρχίας αναφύεται η τυραννίς, εκ των µέσων όµως και των προσκειµένων εις αυτήν σπανιώτατα, δι’    ον  λόγον  βραδύτερον, όταν   οµιλήσωµεν   περί   των   µεταβολών των  πολιτευµάτων,  θα  είπωµεν.  Ότι   δε και  το  µέσον  πολίτευµα   είναι  το βέλτιστον,    φανερόν   εκ   τούτων·    διότι
µόνον τούτο δεν υπόκειται εις τους κινδύνους  των   στάσεων,   λόγω   του   ότι όπου πολυπληθέστερα η µέση υπάρχει τάξις, ήκιστα εκεί στάσεις και εις αντιµαχόµενα µέρη διαιρέσεις  του πολιτεύµατος προκαλούνται. ∆ιά  τον αυτόν     δε    λόγον    σπανίζουν   εις    τας
µεγάλας  πόλεις  αι  στάσεις·  η µέση τάξις είναι  εις αυτάς  πολυπληθεστέρα, ενώ  εις τας µικράς πόλεις ευκολώτερον επέρχεται η διαφοροποίησις πάντων εις δύο  τάξεις,
ώστε   να   µη  καταλείπεται  µέσον,   και πάντες σχεδόν ή άποροι ή εύποροι  είναι.

Ἀριστοτέλης, Πολιτικά, 1295 b38 - 1296 a 13. (Μετάφραση: Π. Λεκατσάς)

Κείµενο  9ο:   Η «ορθή»  παιδεία και η ηδονή


ΑΘ. Ἀναµνησθῆναι    τοίνυν     ἔγωγε πάλιν  ἐπιθυµῶ  τί  ποτε  λέγοµεν ἡµῖν εἶναι τὴν ὀρθὴν παιδείαν. τούτου  γάρ,  ὥς γε  ἐγὼ  τοπάζω τὰ  νῦν,  ἔστιν  ἐν  τῷ  ἐπιτηδεύ-
µατι   τούτῳ   καλῶς   κατορθου-
µένῳ σωτηρία.
ΚΛ. Μέγα λέγεις.
ΑΘ. Λέγω     τοίνυν      τῶν     παίδων παιδικὴν  εἶναι  πρώτην   αἴσθη- σιν  ἡδονὴν  καὶ  λύπην,   καὶ  ἐν οἷς ἀρετὴ ψυχῇ καὶ κακία παραγίγνεται πρῶτον, ταῦτ' εἶναι, φρόνησιν δὲ καὶ ἀληθεῖς δόξας  βεβαίους εὐτυχὲς  ὅτῳ καὶ πρὸς  τὸ  γῆρας  παρεγένετο· τέλεος   δ'   οὖν   ἔστ'   ἄνθρωπος ταῦτα  καὶ  τὰ  ἐν τούτοις πάντα κεκτηµένος ἀγαθά. παιδείαν δὴ λέγω  τὴν  παραγιγνοµένην πρῶτον παισὶν  ἀρετήν·    ἡδονὴ δὴ καὶ φιλία καὶ λύπη καὶ µῖσος ἂν    ὀρθῶς    ἐν    ψυχαῖς ἐγγίγνωνται µήπω δυναµένων λόγῳ   λαµβάνειν,   λαβόντων   δὲ τὸν   λόγον,    συµφωνήσωσι    τῷ λόγῳ ὀρθῶς εἰθίσθαι ὑπὸ τῶν προσηκόντων ἐθῶν,  αὕτη  'σθ’ ἡ συµφωνία   σύµπασα   µὲν ἀρετή, τὸ δὲ περὶ τὰς ἡδονὰς καὶ λύπας τεθραµµένον  αὐτῆς  ὀρθῶς  ὥστε
µισεῖν µὲν ἃ χρὴ µισεῖν εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς  µέχρι τέλους. στέργειν  δὲ
ΑΘ.   Κατ' αρχήν  θα  ήθελα  να  σας ξαναθυµίσω  τι   ακριβώς   λέµε  πως είναι σωστή παιδεία. ∆ιότι, όπως τουλάχιστον  το  αντιλαµβάνοµαι τώρα εγώ, αυτού του πράγµατος η διαφύλαξις επιτυγχάνεται µε τη σωστή εκτέλεση του θεσµού αυτού.
ΚΛ.     Σπουδαίο θέµα πραγµατεύεσαι.
ΑΘ.     Λέγω     λοιπόν,      ότι     τα     πρώτα αισθήµατα   των    παιδιών   είναι    η ηδονή   και   η   λύπη   της   παιδικής ηλικίας, και ότι µ’ αυτά πρωτοεµφανίζεται στην ψυχή τους η αρετή  και η κακία,  ενώ όσον αφορά τη φρόνηση  και  τις αληθινά  σωστές γνώµες, ευτυχής είναι εκείνος που θα τις  αποκτήσει,  έστω  και  στα γηρατειά του. Και είναι τέλειος ο άνθρωπος   εκείνος,    που    διαθέτει αυτά   τα   προσόντα  και   όλα   όσα αυτά    περικλείουν.   Αν   δηλαδή    η ηδονή και η φιλία  και η λύπη και το
µίσος αναπτύσσονται µε τον  τρόπο που πρέπει στις ψυχές τους, προτού ξυπνήσει  µέσα τους η λογική, και αν, όταν   ξυπνήσει   η  λογική,   τα αισθήµατα συµφωνούν  µαζί της στο ότι σωστά διεµορφώθησαν από τις αντίστοιχες συνήθειες, αυτή η συµφωνία  στο  σύνολό  της αποτελεί την αρετή· όσον  αφορά δε το τµήµα εκείνο   της  αρετής   που   συνίσταται στο να διαπαιδαγωγούµε σωστά  (τα παιδιά), σε ό,τι αφορά τις ηδονές και τις   λύπες,   ώστε   απ’   αρχής   µέχρι τέλους   της   ζωής   τους   να   µισούν εκείνα  που  πρέπει  να  µισούν,  και  ν’
ἃ χρὴ στέργειν, τοῦτ' αὐτὸ ἀποτεµὼν   τῷ   λόγῳ   καὶ παιδείαν  προσαγορεύων, κατά γε τὴν ἐµὴν ὀρθῶς ἂν προσαγορεύοις.
ΚΛ. Καὶ  γάρ,   ὦ  ξένε,  ἡµῖν  καὶ  τὰ πρότερον  ὀρθῶς   σοι   παιδείας
πέρι καὶ τὰ νῦν εἰρῆσθαι δοκεῖ.
αγαπούν  αυτά   που  πρέπει   ν’ αγαπούν, αυτό ακριβώς αποµονώνοντας µε τη λογική  και ονοµάζοντάς το  παιδεία, σωστά  θα το  ονόµαζες  έτσι,  κατά  τη δική  µου γνώµη τουλάχιστον.
ΚΛ.     Είµεθα της γνώµης, αγαπητέ µου, ότι και   όσα  είπες  πριν   και   όσα  είπες
τώρα για την παιδεία, σωστά είναι.

Πλάτων,  Νόµοι, 653 a-c. (Μετάφραση: Κων. Φίλιππας)


Κείµενο  10ο:  Η αρετή σε ζώα και πράγµατα

Σκόπει δή, ἔφη.
Σκοπῶ,  ἦν   δ'   ἐγώ.   καί   µοι   λέγε· δοκεῖ τί σοι εἶναι  ἵππου ἔργον; Ἔµοιγε.
Ἆρ'  οὖν  τοῦτο   ἂν  θείης  καὶ  ἵππου καὶ   ἄλλου   ὁτουοῦν  ἔργον,   ὃ  ἂν  ἢ
µόνῳ ἐκείνῳ ποιῇ τις ἢ ἄριστα;
Οὐ µανθάνω,  ἔφη.
Ἀλλ' ὧδε·  ἔσθ' ὅτῳ ἂν ἄλλῳ  ἴδοις ἢ ὀφθαλµοῖς;
Οὐ δῆτα.
Τί δέ; ἀκούσαις ἄλλῳ ἢ ὠσίν;
Οὐδαµῶς.
Οὐκοῦν  δικαίως [ἂν]  ταῦτα  τούτων φαµὲν ἔργα εἶναι;
Πάνυ γε.
Τί δέ; µαχαίρᾳ ἂν ἀµπέλου κλῆµα ἀποτέµοις καὶ σµίλῃ καὶ ἄλλοις πολλοῖς;
Πῶς γὰρ οὔ;
Ἀλλ' οὐδενί  γ' ἂν οἶµαι  οὕτω  καλῶς ὡς   δρεπάνῳ  τῷ   ἐπὶ  τούτῳ ἐργασθέντι.
Ἀληθῆ.
Ἆρ' οὖν τοῦτο τούτου  ἔργον θήσοµεν;
Θήσοµεν µὲν οὖν.
Νῦν  δὴ  οἶµαι  ἄµεινον  ἂν  µάθοις  ὃ ἄρτι   ἠρώτων,   πυνθανόµενος  εἰ  οὐ τοῦτο   ἑκάστου   εἴη   ἔργον   ὃ  ἂν   ἢ
µόνον τι ἢ κάλλιστα τῶν ἄλλων ἀπεργάζηται.
Ἀλλά, ἔφη, µανθάνω  τε καί µοι δοκεῖ τοῦτο    ἑκάστου    πράγµατος   ἔργον εἶναι.

Εξέτασέ το λοιπόν,  µου είπε.
Αυτό  κάνω  τώρα· παραδέχεσαι, σε ρωτώ, πως  το  άλογο  έχει µια κάποια ωρισµένη δουλειά;
Έχει.
Και  παραδέχεσαι  πως  δουλειά   του αλόγου,  ή και  όποιου  άλλου  ζώου,  είναι εκείνο  που  θα  µπορούσε  από  το  άλογο
µονάχα    να    εκτελεστή    ή    τουλάχιστο
µονάχ’ απ’ αυτό πιο καλά;
∆ε σε καταλαβαίνω.
Να,  παραδείγµατος χάρι·  µπορείς  να  δης αλλιώς παρά  µε τα µάτια;
∆ε µπορώ βέβαια.
Και  να  ακούσης  µε τίποτε  άλλο  παρά  µε τ’ αυτιά  σου;
Ούτε.
Ώστε µπορούµε να πούµε µε το δίκιο  µας,
πως αυτό είναι η δουλειά  των.
Μάλιστα.
Θα  µπορούσες   τώρα   να   κλαδέψης   ένα κλήµα µ’ ένα µαχαίρι,  ή µ’ ένα σµιλάρι,  ή
µε πολλά  άλλα τέτοια  εργαλεία;
Και πώς όχι;
Αλλά   µε  κανένα   άλλο,   νοµίζω,   δε  θα τόκανες   τόσο   καλά,   όσο   µ’   εκείνο   το δρεπάνι  που  είναι  κατασκευασµένο επίτηδες γι’ αυτό το σκοπό.
Είναι  αλήθεια  αυτό που λες.
∆ε θα πούµε λοιπόν, πως αυτή είναι η αποκλειστική του δουλειά;
Βέβαια, θα το πούµε.
Τώρα λοιπόν υποθέτω, θα κατάλαβες καλύτερα εκείνο  που  σε ρώτησα  πριν: αν δηλαδή   κάθε   πράγµα   δεν  έχει  δουλειά του εκείνο, που ή αυτό  µονάχα  µπορεί να κάµη,  ή τουλάχιστο καλύτερα από  κάθε
άλλο.




Εἶεν,  ἦν  δ'  ἐγώ.  οὐκοῦν   καὶ  ἀρετὴ δοκεῖ  τοῦτο  σοι  εἶναι  ἑκάστῳ  ᾧπερ καὶ  ἔργον  τι προστέτακται; ἴωµεν δὲ ἐπὶ   τὰ   αὐτὰ    πάλιν·       ὀφθαλµῶν, φαµέν, ἔστι τι ἔργον;
Ἔστιν.
Καὶ ἀρετή.
Τί δέ; ὤτων ἦν τι ἔργον;
Ναί.
Οὐκοῦν  καὶ ἀρετή;
Καὶ ἀρετή.
Τί   δέ πάντων πέρι  τῶν  ἄλλων; οὐχ οὕτω;
Οὕτω.
Ἔχε   δή·    ἆρ'   ἄν   ποτε   ὄµµατα   τὸ αὑτῶν   ἔργον   καλῶς   ἀπεργάσαιντο
µὴ ἔχοντα  τὴν αὑτῶν  οἰκείαν ἀρετήν,
ἀλλ' ἀντὶ τῆς ἀρετῆς κακίαν;
Καὶ  πῶς  ἄν;   ἔφη·   τυφλότητα γὰρ ἴσως λέγεις ἀντὶ  τῆς ὄψεως.
Ἥτις,  ἦν δ' ἐγώ, αὐτῶν  ἡ ἀρετή·   οὐ γάρ   πω   τοῦτο   ἐρωτῶ,   ἀλλ'   εἰ   τῇ οἰκείᾳ µὲν ἀρετῇ  τὸ αὑτῶν  ἔργον  εὖ ἐργάσεται τὰ  ἐργαζόµενα, κακίᾳ δὲ κακῶς.
Ἀληθές, ἔφη, τοῦτό γε λέγεις.
Οὐκοῦν    καὶ    ὦτα    στερόµενα    τῆς αὑτῶν  ἀρετῆς κακῶς  τὸ αὑτῶν  ἔργον ἀπεργάσεται;
Πάνυ γε.
Μα  ναι,  τώρα  σε καταλαβαίνω, κι  αυτό παραδέχοµαι  πως  έχει  δουλειά   του   το κάθε πράγµα.
Πολύ  καλά·  παραδέχεσαι λοιπόν  ακόµη, πως   για   κάθε   πράγµα,    που   του   έχει ανατεθή  µια ωρισµένη λειτουργία να εκτελή,  θα  πούµε  πως  έχει  µιαν  αρετή όλως  διόλου   δική  του;  Κι  ας ξαναγυρίσουµε στα ίδια παραδείγµατα: είπαµε,    πως    τα    µάτια     έχουν     µιαν ωρισµένη  λειτουργία·  έχουν   λοιπόν   και
µιαν αρετή, που είναι αποκλειστικώς δική των;
Έχουν.
Επίσης και τ’ αυτιά;
Και αυτά.
Και   όλα   τα   πράγµατα  κατά   τον   ίδιο τρόπο;
Μάλιστα.
Στάσου  τώρα  µια στιγµή· θα  µπορούσαν ποτέ  τα  µάτια   να  εκτελέσουν   καλά   τη δουλειά  των, αν δεν είχαν την αρετή, που είναι  αποκλειστικώς δική  των,  αλλά  την αντίθετη  κακία;
Και πώς θα ήταν δυνατό; εννοείς δηλαδή, αν    είχαν    τάχα    τυφλότητα,   αντί    την ικανότητα που έχουν να βλέπουν. Οποιαδήποτε  κι  αν  είναι   η  αρετή  των· γιατί  δεν είναι  αυτό,  που  θέλω να µάθω, αλλά,   αν  ένα  πράγµα   εκτελή  καλά   τη δουλειά   του  µε την  αποκλειστική αρετή που έχει, και κακά µε την αντίθετη  κακία. Έτσι  είναι βέβαια, όπως το λες.
Λοιπόν και τ’ αυτιά,  αν στερηθούν  την αποκλειστική των  αρετή,  δε  θα  κάµουν κακά τη δουλειά  που έχουν να κάµουν;
Πραγµατικώς, ναι.

Πλάτων,  Πολιτεία, 352 d - 353 e. (Μετάφραση: Ι. Ν. Γρυπάρης)


Κείµενο  11ο:  Ο «σπουδαίος» τεχνίτης και ο «σπουδαίος» άνδρας


Εἰ  δ’  ἐστιν  ἔργον  ἀνθρώπου ψυχῆς ἐνέργεια    κατὰ    λόγον    ἢ   µὴ   ἄνευ λόγου,  τὸ δ’ αὐτό  φαµεν ἔργον  εἶναι τῷ γένει τοῦδε καὶ τοῦδε σπουδαίου, ὥσπερ  κιθαριστοῦ καὶ σπουδαίου κιθαριστοῦ, καὶ  ἁπλῶς  δὴ τοῦτ’ ἐπί πάντων, προστιθεµένης τῆς κατ’ ἀρετὴν ὑπεροχῆς πρὸς τὸ ἔργον (κιθαριστοῦ µὲν γὰρ  τὸ  κιθαρίζειν,
σπουδαίου  δὲ  τὸ  εὖ) εἰ  δ’  οὕτως,
ἀνθρώπου  δὲ   τίθεµεν   ἔργον   ζωήν τινα,  ταύτην  δὲ ψυχῆς ἐνέργειαν καὶ πράξεις µετὰ λόγου,  σπουδαίου δὲ ἀνδρὸς  εὖ ταῦτα  καὶ καλῶς,  ἕκαστον δὲ εὖ κατὰ τὴν οἰκείαν ἀρετὴν ἀποτελεῖται·  εἰ  δὴ  οὕτω,   τὸ ἀνθρώπινον ἀγαθὸν ψυχῆς  ἐνέργεια γίνεται κατ’ ἀρετήν,  εἰ δὲ πλείους  αἱ ἀρεταί, κατὰ  τὴν ἀρίστην καὶ τελειοτάτην.
Από το ότι γνώρισµα  του ανθρώπου είναι η ενέργεια  της ψυχής  σε πλήρη  ή µερική συµφωνία  µε τη  νόηση  κι  αν παραδεχθούµε   ότι   η   λειτουργία   αυτή ανήκει στη φύση του ηθικού ανθρώπου καθώς  όταν  µιλούµε  για  ένα  κοινό   και για   ένα   έξοχο   κιθαριστή  και   για   όλα αυτά   τα   πράγµατα  σύντοµα, λαµβάνοντας υπ’ όψιν  την  υπεροχή  που σύµφωνα  µε την  ικανότητα αναδεικνύει την πράξη (εφόσον έργο κάθε κιθαριστή είναι  να παίζει  κιθάρα,  αλλά  του  έξοχου κιθαριστή είναι  να  παίζει  θαυµάσια), θα καταλήξουµε στο  συµπέρασµα  ότι γνώρισµα  του  ανθρώπου είναι  ένα  είδος ζωής,   και   ότι   το   είδος   αυτό   είναι   η ενέργεια  της ψυχής, που συνοδεύεται από λογικές   πράξεις,    καθώς   και   ότι   στον τέλειο άνθρωπο τα πάντα εκτελούνται σύµφωνα  µε το καλό  και το ωραίο,  αφού η  καθεµιά  από  τις  πράξεις   αυτές επιτελείται  σύµφωνα   µε  την  αρετή  που είναι   κτήµα  του.  Σύµφωνα   µε  τα παραπάνω  το  ανθρώπινο  αγαθό συνίσταται στην ενέργεια  της ψυχής σύµφωνα   µε  την  ανθρώπινη  αρετή,  και στην περίπτωση που υπάρχουν πολλές αρετές, σύµφωνα µε την καλύτερη  και την
τελειότερη.

Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικοµάχεια, 1098 a 6 – 20. (Μετάφραση: Β. Μοσκόβης).














Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 comments :

Post a Comment

 
eXTReMe Tracker

Category 3

[Valid Atom 1.0]

ΣΧΟΛΙΑ

TRANSLATE


RECENT POSTS

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Followers

| ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ © 2009. All Rights Reserved | Template Style by My Blogger Tricks .com | Design by Brian Gardner | Back To Top |