Showing posts with label σύμβολο πίστης. Show all posts
Showing posts with label σύμβολο πίστης. Show all posts

11:26 AM

39 - Άρθρον δωδέκατον

0 comments


ΑΡΘΡΟΝ ΔΩΔΕΚΑΤΟΝ

«Καί ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. ᾿Αμήν».

Μέ τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν ἀρχίζει ἡ μέλλουσα ζωή. ῾Ο αἰώνας τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄφθαρτος καί ἀτελεύτητος. ῾Η ἀνέσπερη ἡμέρα τῆς θείας βασιλείας. Τό φῶς τό ἄδυτο καί ἀδιάδοχο. ῾Η «ὀγδοάς» τοῦ Χριστοῦ . ῾Η νέα οἰκονομία ζωῆς πού θά διαδεχτεῖ τήν παλαιότητα τῆς φθαρμένης ἁμαρτωλῆς φύσεως. «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου κληρονομήσατε τήν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπό καταβολῆς κόσμου» , θά πεῖ ὁ Χριστός σ᾿ ἐκείνους πού κατά τή μέλλουσα κρίση θά στέκονται στά δεξιά του. ᾿Ελᾶτε νά ζήσετε στή βασιλεία τοῦ Πατρός μου τή νέα σας ζωή, τήν ὄμορφη καί ἀδιεξόδευτη, τή γεμάτη χαρά καί ἄληκτη εὐφροσύνη καί ἀγαλλίαση.

Πῶς θά εἶναι ἡ ζωή στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν μποροῦμε ἀπό τοῦδε νά γνωρίζουμε. ῾Ο ᾿Απ. Παῦλος, πού ἡρπάγη ἕως τρίτου οὐρανοῦ καί ἀξιώθηκε ἀπό τόν Θεό νά ζήσει γιά λίγο τή μακαριότητα τοῦ Παραδείσου, δέν μπόρεσε νά μᾶς τήν περιγράψει. ῏Ηταν κατάσταση ζωῆς, βίωμα θεόληπτο πού δέν μπορεῖ νά συλλάβει διάνοια ἀνθρώπου καί νά ζήσει ἡ καρδιά του στήν οἰκονομία τῆς παρούσης ζωῆς . Οἱ λέξεις εἶναι πολύ πενιχρές γιά νά ἐκφράσουν τή βίωση τῆς στιγμῆς τοῦ Θεοῦ τή φορτισμένη μέ τόσο ἀμήχανο βάρος μακαριότητος καί δόξης. Γι᾿ αὐτό καί πιστεύουμε στή μέλλουσα ζωή, κρύβοντας αἰδήμονα στήν ψυχή μας τό ὑπέροχο μυστικό!

῾Ο ἄνθρωπος στή μέλλουσα ζωή θά ζήσει ὡς μία νέα καί ἄφθαρτη ψυχοσωματική ὀντότητα. Δέν θά ζήσει δέ μονάχα ἡ ψυχή του, ἀλλά καί τό ἀνακαινισμένο σῶμα του μέ τό ὁποῖον ἡ ψυχή θά ἑνωθεῖ καί πάλι κατά τήν ἔγερση τῶν νεκρῶν. ῾Ο προορισμός τοῦ σώματος εἶναι νά εἰσέλθει καί αὐτό στόν ἄφθαρτο αἰῶνα τοῦ Θεοῦ, στήν ἀπέραντη χαρά τῆς θείας βασιλείας. Δέν θά τό νικήσει ἡ σήψη τῆς φθορᾶς, ἀλλά θά τό λαμπρύνει ἡ ἄφθιτη δόξα τοῦ Θεοῦ. Κατά τήν ὀρθόδοξη πίστη μας ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι τό ἔσχατο ἀγαθό, ὁ εἰδικός λόγος καί τό τέλος τῆς ὑπάρξεώς του, δέν ἀφορᾶ μονάχα στήν ψυχή ἀλλά καί στό σῶμα, τό ὁποῖον, ἀφοῦ ἀπορρίψει τήν παχύτητα τῆς ὕλης, θά διαπερᾶται ἀπό τήν ἄκτιστη θεία ἐνέργεια, θά λάμπει σάν ἕνας ἄλλος μικρός ἥλιος
, καταλαμπόμενο ἀπό τό φῶς τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τό εἶδαν οἱ μαθητές στό ῎Ορος τῆς φανερώσεως τοῦ Θεοῦ. Θά εἶναι σῶμα θεωμένο καί ἄφθαρτο, κατάλληλο νά ζεῖ στόν ἄϋλο αἰῶνα τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἀλήθειες αὐτές τονίζουν τή μεγάλη ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, τό ὁποῖον, πολλοί, εἴτε ἀπό ἄγνοια εἴτε ἀπό διαστροφή, διασύρουν καί ἐξευτελίζουν. Τό σῶμα δέν εἶναι μονάχα ναός τῆς ψυχῆς, ἀλλά καί ναός τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. ᾿Εκεῖνον δέ πού φθείρει τόν ναό τοῦ Θεοῦ, θά τόν φθείρει ὁ ἴδιος ὁ Θεός.

῾Η ζωή στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ θά εἶναι ἀδιάκοπη καί ἀδιάπτωτη. Δέν θά τή βαρύνει ἡ χρονική στιγμή, γιατί ὁ ροώδης χρόνος τῆς γῆς καμία θέση δέν θά ἔχει στό κράτος τῆς αἰωνιότητος τοῦ Θεοῦ. Θά εἶναι μία διαρκής στιγμή μπολιασμένη στό αἰώνιο παρόν τοῦ Θεοῦ. ῾Επομένως δέν θά ἔχει μεταπτώσεις καί μεταλλαγές, πού τόσο ἔντονα χαρακτηρίζουν τή ζωή μας ἐδῶ στή γῆ. Δέν θά τή βαρύνει ἡ κόπωση καί ἡ ἀνάγκη ἀνάπαυλας καί ψυχαγωγίας. Οὔτε ἡ ἀνία καί ὁ κόρος θά τή σημαδεύουν, πού εἶναι συμπτώματα τοῦ παροδικοῦ χρόνου στόν ὁποῖον ἐξελίσσεται ἡ παροῦσα οἰκονομία τῆς ζωῆς. Θά εἶναι δέ τόσος ὁ συνεπαρμός τῆς φύσεως καί ἡ γοητεία πού θά νιώθουν τά μακάρια πνεύματα στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ὥστε ὁποιαδήποτε ὀχληρή ἀνάμνηση τῆς πρότερης φθαρμένης ζωῆς, κάθε στοιχεῖο τῆς παλαιᾶς ἐπίκηρης φύσεως νά χάνονται στήν καινότητα τῆς ἀναγεννημένης ὑπάρξεως. ῾Επομένως τό ἐρώτημα πού μέ τόση ἀφέλεια τίθεται· τί θά κάνουν οἱ ἄνθρωποι στή μονότονη ζωή τῆς θείας βασιλείας, προδίδει ἄγνοια ἤ μᾶλλον παρεκδοχή τῆς νέας τάξεως πραγμάτων στό μυστηριακό αἰῶνα τοῦ Θεοῦ. ῎Αραγε τί κάνουν καί οἱ ἄγγελοι στό μακάριο χῶρο τῆς θείας βασιλείας; ῾Ο ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ἀντικρούοντας τίς ἀπόψεις τοῦ ᾿Ωριγένη περί κόρου ὡς τῆς κυρίας αἰτίας τῆς πτώσεως τῶν νοερῶν ὄντων κατά τήν πρόχρονη ὕπαρξή τους, διετύπωσε πολύ ὡραῖες ἰδέες γύρω ἀπό τή μακαριότητα τῆς θείας βασιλείας. Κατά τόν ῞Αγιο, τό ἀγαθόν εἶναι τό μόνο πού ἀληθινά ὑπάρχει (τό κακόν εἶναι μή ὄν) καί ἀπό τή φύση του εἶναι ἀόριστο (χωρίς ὅρια) καί ἀδιεξόδευτο. ῞Οταν, λοιπόν, τό ὄν βρίσκεται στό ἀγαθό καί τό ἀπολαμβάνει, δέν μπορεῖ νά τό ἐξαντλήσει, φθάνοντας στό πέρας τῆς ἀπολαύσεως, ἐπειδή τέτοιο πέρας δέν ὑπάρχει, μία καί τό ἀγαθόν –ὅπως εἴπαμε– δέν ἔχει ὅρια, δέν περατοῦται. Διοδεύοντας, λοιπόν, τό ἀγαθό καί ἐρωτικά συμπλεκόμενο μέ αὐτό, παρακαλεῖ τόν Θεό νά τοῦ χορηγήσει μεγαλύτερη δόση τῆς μακαρίας ἀπολαύσεως· καί ὅταν ὁ Θεός, ἀνταποκρινόμενος στό αἴτημα, τή χορηγήσει, τό ὄν ζητᾶ νέα χορήγηση κ.ο.κ. ᾿Επειδή δέ ἡ δίψα τοῦ ἀγαθοῦ εἶναι ἀκόρεστη, τό πρᾶγμα θά προβαίνει ἐπ᾿ ἄπειρον, χωρίς ποτέ ὁ κόρος νά σφραγίσει τήν κινητικότητα αὐτήν οὔτε καί νά λήξει ἡ μακαρία ἀπόλαυση τοῦ ἀγαθοῦ.

῾Η ζωή τοῦ μέλλοντος αἰῶνος μέ τήν ὁποία κατακλείεται τό ἱερό Σύμβολο τῆς Πίστεως εἶναι ἡ ἀληθινή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, στήν ὁποίαν ἐκβάλλουν ἡ πίστη καί ἡ ἐλπίδα του, ὁ ἀγώνας καί ἡ ἄσκησή του, οἱ ὁραματισμοί καί οἱ ἐνατενίσεις του. ῾Η πόλη τοῦ οὐρανοῦ, τήν ὁποίαν τόσο ὄμορφα περιγράφει τό ἱερό βιβλίο τῆς ᾿Αποκαλύψεως, εἶναι ἡ πραγματική πόλη τοῦ πιστοῦ. «Οὐ γάρ ἔχομεν ᾧδε μένουσαν πόλιν», λέγει ὁ ἅγιος ᾿Απόστολος, «ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» . ῾Η γήινη πόλη μας δέν εἶναι διαρκής καί μόνιμη. Εἶναι προσωρινή καί σύντομη. Διαρκεῖ λίγες μόνο στιγμές, διαρρέει καί χάνεται. ῾Η οὐράνια ὅμως πόλη τήν ὁποίαν ἐπιζητοῦμεν, μένει εἰς τόν αἰῶνα, ἀσάλευτη καί ἀδιάπτωτη. ῾Ο πιστός χριστιανός ὀφείλει νά ἐπιδιώκει αὐτό πού θά εἶναι σταθερά δικό του, κτῆμα του μόνιμο καί ἀναφαίρετο, ἀκτύπητο ἀπό τό χρόνο, ἀπρόσβλητο στή φθορά. ῎Αλλωστε, κατά τόν ἴδιο ᾿Απόστολο, τό πολίτευμα τῶν χριστιανῶν δέν εἶναι ἐδῶ στή γῆ, ἀλλ᾿ ἀπόκειται στούς οὐρανούς· «ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει». Πού σημαίνει ὅτι ὅσοι πιστεύουμε δέν εἴμαστε πολίτες τῆς γῆς, ἀλλά πολίτες τοῦ οὐρανοῦ, «οὐρανοπολίτες». ᾿Εδῶ εἴμαστε ξένοι καί παρεπίδημοι , βρισκόμενοι σέ πορεία πρός τή μονιμότητα τῆς θείας βασιλείας, ὅπου ζοῦν αἰώνια ἄγγελοι καί ἄνθρωποι, πολιτογραφημένοι μέ τό αἷμα τοῦ ᾿Αρνίου στίς δέλτους τῆς θείας βασιλείας, στό βιβλίο τοῦ οὐρανοῦ . Στό πολίτευμα τοῦ οὐρανοῦ δέν θά ὑπάρχει ἡ ἀντιπαλότητα τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους, ἡ σκοτεινή μηχανή τοῦ ἐχθροῦ, οἱ δυνάμεις τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου, ἀλλά θά ὑπάρχει ἀσάλευτη ἡ παράταξη τοῦ οὐρανοῦ, ἡ σύναξη τῶν δικαίων καί τῶν ἁγίων μέ ἐπικεφαλῆς τήν ἁγία Θεοτόκο, τά τάγματα τῶν ἀγγέλων, σέ ἕνα χορό πανηγυρικό, ὅπου ἦχος καθαρός ἑορταζόντων, ἀνυμνούντων τό κράτος τοῦ Παμβασιλέως τῆς δόξης.

῾Η προσδοκία τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, τῆς ζωῆς τῆς φωτεινῆς καί ἀνέσπερης, δίνει κουράγιο στόν πιστό πού τόσο σκληρά ταλαιπωρεῖται στόν παρόντα βίο, τόν ζυμωμένο μέ πόνο καί δάκρυα, μέ πειρασμούς καί ἀθλιότητες, μέ αἵματα καί στεναγμούς. ᾿Από τό στενό παραθυράκι τῆς ζωῆς αὐτῆς, παίρνοντας λίγο φῶς ἀπό τήν ἀνέσπερη ἡμέρα τοῦ Θεοῦ, παίρνει ἀνάσα αἰσιοδοξίας στόν παρόντα βίο του, τονώνεται στήν καθημερινότητά του, γιγαντώνεται στή γλυκιά προσδοκία του, ἔχοντας συναίσθηση ὅτι τά παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ δέν εἶναι ἄξια πρός τήν «μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς» . Καί προχωρεῖ στήν πνευματική του τελείωση μεταμορφούμενος «ἀπό δόξης εἰς δόξαν»  μέ τή βοήθεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, πού ἄνοιξε διάπλατα τόν οὐρανό γιά νά μπεῖ μέσα τό πλάσμα τό πονεμένο καί ἀξιέραστο, πού τόσο πολύ ὑποφέρει στή γῆ ἀπό τήν κακουργία τοῦ ἐχθροῦ. Πορεύεται «ἄμωμος ἐν ὁδῷ» πρός τήν πόλη «τήν τούς θεμελίους ἔχουσαν ἧς τεχνίτης καί δημιουργός ὁ Θεός» . Τό ὅραμα τοῦ μέλλοντος αἰῶνος γλυκαίνει καί ὡραΐζει τή ζωή του, δίνοντας νόημα καί σκοπό στήν ὕπαρξή του, ὁρίζοντες ἀνοικτούς καί φωτεινούς, τή γλυκιά ἐλπίδα «τῶν πτωχῶν», «ὧν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».
Read More ->>

11:23 AM

38 - Άρθρον εντέκατον

0 comments

ΑΡΘΡΟΝ ΕΝΔΕΚΑΤΟΝ

«Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν».

Στό ἄρθρο αὐτό τό ἱερό Σύμβολο τῆς Πίστεως ἀγγίζει τή μεγάλη ἐλπίδα πού φλογίζει τήν ψυχή τῆς ᾿Εκκλησίας. «Προσδοκῶ», ὁμολογεῖ ὁ πιστός, «ἀνάστασιν νεκρῶν». Περιμένω ἀνυπόμονα καί μέ λαχτάρα τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Τό θέμα τῆς ἀναστάσεως ἀπετέλεσε ἀπό παλαιά τήν πεμπτουσία τῆς πίστεως καί τοῦ κηρύγματος τῆς ᾿Εκκλησίας. Αὐτό ἦταν τό ἐπίκεντρο τοῦ κηρύγματος τῶν ᾿Αποστόλων σέ συσχετισμό μέ τήν ἔνδοξη ᾿Ανάσταση τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ῾Ο Παῦλος ἐπιμένει στή μεγάλη αὐτή ἀλήθεια, γιατί, ἄν ὁ Κύριος δέν ἀναστήθηκε, παρέμεινε δηλαδή σάν ἕνας κοινός ἄνθρωπος αἰχμάλωτος τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου, τότε τό κήρυγμα αὐτοῦ καί τῶν ἄλλων ᾿Αποστόλων χάνει ὁλοσχερῶς τό νόημά του, οἱ κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι «ἐλεεινότεροι πάντων ἀνθρώπων»413, στηρίζοντες τήν πίστη τους σ᾿ ἕνα τεράστιο ψέμα καί πλανῶντες ἀσύστολα τόν κόσμο! ᾿Αντίθετα· ὁ Χριστός ἀναστήθηκε ἀπό τόν τάφο, «ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων γενόμενος»414. Καί ὅπως αὐτός, πατήσας τό θάνατο, ἀναστήθηκε τριήμερος, ἔτσι καί «τούς κοιμηθέντας ἄξει σύν αὐτῷ»415. ῾Η καθολική ἀνάσταση τῶν νεκρῶν θ᾿ ἀκολουθήσει στή μεγάλη ᾿Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ. ῎Αν ἡ ᾿Εκκλησία, τό σῶμα τοῦ Κυρίου, ἀκολουθεῖ σέ ὅλα τήν ἀόρατη καί μυστική της κεφαλή, θά τήν ἀκολουθήσει καί στή ζωηφόρο ἐκ τῶν μνημείων ἐξανάσταση. ῾Η ἀνάσταση τοῦ σώματος τῆς ᾿Εκκλησίας συνέχεται γενετικά μέ τήν ᾿Ανάσταση τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς ᾿Εκκλησίας.

Τί σημαίνει ὅμως ἡ ᾿Ανάσταση, τήν προσδοκία τῆς ὁποίας τόσο συχνά μνημονεύουμε, ὅταν ἀπαγγέλλουμε τό Σύμβολο τῆς Πίστεως σέ κάθε θεία Λειτουργία καί στίς ἀτομικές μας προσευχές;

῾Η ᾿Ανάσταση δέν ἀναφέρεται στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά στά νεκρά σώματα. Διότι ἡ ψυχή, ὡς οὐσία πνευματική καί ἄϋλη, δέν πεθαίνει. Τό πνεῦμα ἀπό τή φύση του εἶναι αἰώνιο καί ἄφθαρτο. Μετά θάνατο ἡ ψυχή συνεχίζει τή ζωή της στή μέση κατάσταση, ὅπου διατηρεῖ τήν αὐτοσυνειδησία της καί ὅλες τίς ἄλλες πνευματικές λειτουργίες της. ᾿Αντίθετα· τό ὑλικό σῶμα, στερημένο τῆς ζωτικῆς του πνοῆς, νεκρώνεται τοποθετούμενο στόν τάφο, ὅπου ὑφίσταται τή φυσική διεργασία τῆς φθορᾶς. ᾿Εκεῖνο, λοιπόν, πού μέλλει νά ἀναστηθεῖ δέν εἶναι ἡ ἀθάνατη ψυχή, ἀλλά τό νεκρωμένο σῶμα· αὐτό πού μᾶς ἔδωκε ὁ Θεός, μέ τό ὁποῖο ζήσαμε στή γῆ, τό ἴδιο τό σῶμα μας πού διαλύθηκε καί εἶναι δύσκολο νά ἐντοπισθεῖ μετά τήν ἀποσύνθεση καί τόν ἀφανισμό του στό πέρασμα τοῦ χρόνου· αὐτό μέλλει νά ἀναστηθεῖ καί ὄχι ἄλλο, εἰσερχόμενο σέ μία νέα κατάσταση ζωῆς μαζί μέ τήν ψυχή του, ἀπό τήν ὁποία τό ἐχώρισε προσωρινά ὁ θάνατος. ᾿Ανάσταση, λοιπόν, σημαίνει ἔγερση τοῦ φθαρέντος σώματος καί ἐπανασύνδεσή του μέ τή δική του ψυχή καί ὄχι ἄλλη, ὥστε ἀκέραιος νά ἀναζήσει καί πάλιν ὁ ὅλος ἄνθρωπος.

Τό δόγμα τῆς ἀναστάσεως εἶναι φοβερά σκληρό διά τόν φυσικόν ἄνθρωπον (αὐτόν πού ζεῖ ἔξω ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ). ῾Ο ἀνθρώπινος λόγος εἶναι ἀδύνατο νά συγκατατεθεῖ σέ μία τόσο παράδοξη ἰδέα. ᾿Αλήθεια, πῶς εἶναι δυνατόν ὁ λογικά σκεπτόμενος ἄνθρωπος ν᾿ ἀποδεχτεῖ ὅτι τό σῶμα πού χάθηκε, φαγώθηκε ἀπό τά θηρία ἤ τά ψάρια στίς θάλασσες ἤ κάηκε στή φωτιά κι ἐξανεμίστηκε ἡ τέφρα του, εἶναι δυνατόν τά μόριά του νά ἑνωθοῦν ἕνα πρός ἕνα, νά ξαναγίνει πάλιν ὅπως ἦταν καί νά ξαναζήσει; Γι᾿ αὐτό καί οἱ ἀρχαῖοι ῞Ελληνες φιλόσοφοι, πού ἀρέσκονταν ν᾿ ἀκούουν καινούργιες ἰδέες καί παράδοξα πράγματα, ὅταν ἄκουσαν τόν Παῦλο στήν Πνύκα νά τούς ὁμιλεῖ περί ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν, τόν διέκοψαν, μερικοί δέ ἀπ᾿ αὐτούς τόν ἐχλεύασαν. Τί εἶναι αὐτά πού λέγει ὁ φλύαρος416 αὐτός; διερωτήθηκαν. Τήν ἴδια τοποθέτηση παίρνουν καί πολλοί ἄλλοι ἐγκεφαλικοί ἄνθρωποι, χλευάζοντες τό δόγμα ὡς ἀνόητο καί παράλογο. Περιττό νά σημειώσουμε, ὅτι μονάχα μέ τήν πίστη μπορεῖ νά φουντώσει μέσα στήν ψυχή ὁ περί ἀναστάσεως λόγος καί νά φτερώσει ἡ μεγάλη ἐλπίδα πού συγκινεῖ καί ἀναπαύει τόν ταλαιπωρημένο ἄνθρωπο, πού τόσο ἀνελέητα δέχεται τό μαστίγωμα τοῦ θανάτου. Σ᾿ ἕνα τόσο μεγάλο μυστήριο ἡ πίστη νικᾶ τό λόγο. Γιατί εἶναι ἡ φωνή τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ πού «ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται»417, ἡ δύναμη πού ὑπερβαίνει τήν ἀδυναμία τοῦ πλάσματος καί τή μεταποιεῖ σέ θεοδυναμία, πού μεταθέτει ὄρη418 καί ἑνώνει γῆ καί οὐρανό!

῾Ο βαθύτερος λόγος τῆς ἀναστάσεως, ἡ δύναμη ἐκείνη ἡ ὁποία θά τήν πραγματοποιήσει, εἶναι ἡ θεία παντοδυναμία. ῞Οπως τόν κόσμον ὁ Θεός ἐδημιούργησε μέ ἕνα παντοδύναμο λόγο του, ἔτσι καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ θά καταστήσει δυνατή τήν ἀνάσταση τῶν νεκρωμένων σωμάτων, θά συνάξει τά διαλυθέντα μέλη τους καί θά τά κάνει νά ξαναζήσουν καί πάλι. Φυσικά δέν πρόκειται γιά μία νέα πλάση ἐκ τοῦ μηδενός, ὅπως ἔγινε στή δημιουργία, ἀλλά περί ἀναζήσεως αὐτοῦ πού πέθανε καί διαλύθηκε. ῞Οπως ἀρχικά τό Πνεῦμα «ἐφέρετο ἐπί τῶν ὑδάτων»419 καί ἔδιδε μορφή στά ὄντα, ἔτσι καί τώρα τό ἴδιο Πνεῦμα ἐπιφέρεται πάνω στά διαλυμένα μέλη τῶν σωμάτων, γιά νά τά κάνει ἐν καιρῷ νά ξαναζήσουν, δίνοντάς τους καί πάλιν ἀνθρώπινη ὑπόσταση καί ζωή.

Τά ἐξ ἀναστάσεως σώματα ἄν καί οὐσιαστικά θά εἶναι τά ἴδια μέ τά παλαιά, ἐν τούτοις θά ἔχουν διαφορετικές ἰδιότητες. Θά εἶναι σώματα πνευματοποιημένα καί ἄφθαρτα. Θά ἀποθέσουν τήν πυκνότητα τῆς ὕλης καί θά εἶναι ἐλεύθερα φυσικῶν ἀναγκῶν, σάν κι αὐτές στίς ὁποῖες ὑπόκεινται τώρα τά ἐπίγεια σώματα. Δέν θά ἔχουν ἀνάγκη διατροφῆς, ὕπνου, ἀναπαύσεως, διαιωνίσεως τοῦ εἴδους420 καί ὅσα ἄλλα συμβαίνουν στήν παροῦσα οἰκονομία ζωῆς. Θά εἶναι σώματα ἔνδοξα, σύμμορφα πρός τή δόξα τοῦ ἀναστάντος σώματος τοῦ Χριστοῦ. Φυσικά θά εἶναι σύμμορφα μέ τή δόξα τοῦ Χριστοῦ μόνο τά σώματα τῶν δικαίων, τά ὁποῖα θ᾿ ἀναστηθοῦν ἔνδοξα, θά στίλβουν τή μαρμαρυγή τῆς θείας ἐνέργειας, θεωμένα ἀπό τή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί τήν ἄξια κοινωνία τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, πού εἶχαν ὅταν ζοῦσαν στή γῆ. ᾿Αντίθετα, τά σώματα τῶν ἁμαρτωλῶν πού ἔζησαν μακριά ἀπό τόν Θεό, θ᾿ ἀναστηθοῦν μέν καί αὐτά ἐκ τῶν νεκρῶν, θά εἶναι ὅμως σκοτεινά καί ἀπαίσια, ἀνάλογα μέ τό σκοτισμό τῆς ἁμαρτίας πού ἀσφυκτικά τά ἐκάλυπτε κατά τή διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς τους. Διότι ἡ ἀνάσταση θά εἶναι μέν καθολικό δῶρο τοῦ Θεοῦ στή φύση τῶν ἀνθρώπων· ὅμως ἡ ποιότητά της, ἄν θά εἶναι δηλαδή ἀνάσταση ἔνδοξη ἤ ἄδοξη, ἀνάσταση πρός ζωήν ἤ ἀνάσταση πρός κρίση, θά ἐξαρτηθεῖ ἀπό τήν ποιότητα τῆς ἐπίγειας ζωῆς τῶν ἀνθρώπων, ἄν ἔζησαν αὐτοί σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ σέ ζωντανή σχέση μέ τόν ἀρχηγό τῆς πίστεως ᾿Ιησοῦν ἤ ἄν ἔζησαν στήν ἀπιστία καί τήν ἀδιαφορία, παραδομένοι στή φθορά τῆς ἁμαρτίας καί στόν αἰώνιο πνευματικό θάνατο.

῾Η ἀνάσταση τῶν σωμάτων θά γίνει κατά τή Δευτέρα Παρουσία καί θά εἶναι τό σημαντικότερο γεγονός τῶν ἐσχάτων. Αὐτοί πού θά βρίσκονται ἐν ζωῇ κατά τή δευτέρα ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, δέν θά ἀναστηθοῦν φυσικά, ἀφοῦ προηγουμένως δέν θά ἔχουν ἀποθάνει. ῾Απλῶς θά μεταλλαγεῖ ἡ φύση τους, τά σώματά τους αὐτομάτως θά γίνουν ὅμοια μέ τά σώματα τῶν κεκοιμημένων πού θ᾿ ἀναστηθοῦν ἐκ τῶν μνημείων καί θ᾿ ἁρπαγοῦν «ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς τόν ἀέρα»421. ῾Η ἀνάσταση θά γίνει σέ κλῖμα φοβερῶν ἐκδηλώσεων, μέ φωνήν ἀγγέλου καί ἀλαλαγμόν ἀρχαγγελικῆς σάλπιγγος422. Παράλληλα θά σημειωθεῖ ἀναστάτωση στά στοιχεῖα τῆς φύσεως, θά διασαλευθεῖ ἡ τάξη τῶν οὐρανίων σωμάτων, ὁ δέ φυσικός κόσμος θά παύσει νά ὑπάρχει ὅπως ὑπάρχει στήν τωρινή του κατάσταση, παίρνοντας καινούργια μορφή, ἀνάλογη μέ τή νέα οἰκονομία ζωῆς πού θά διαδεχτεῖ τήν κατάλυση τῆς παρούσης τάξεως τοῦ κόσμου.

Τό μήνυμα τῆς ἀναστάσεως εἶναι πολύ μεγάλο. Πρῶτα, εἶναι ἡ πανηγυρική κατάλυση τοῦ θανάτου. ῾Ο θάνατος δέν ὑπῆρξε στήν ὀντική ἀλήθεια τῶν πραγμάτων, ὅπως αὐτά βγῆκαν ἀπό τήν ἄκτιστη θεία ἐνέργεια. ῾Ο ἄνθρωπος δέν πλάστηκε γιά νά πεθάνει, ἀλλά γιά νά ζήσει παντοτινά κοντά στό δημιουργό του. ῾Ο Θεός δέν θέλει τό θάνατο ἀλλά τή ζωή423 τῶν πλασμάτων του, γιατί ὁ ἴδιος εἶναι ἡ ζωή καί ἀπ᾿ αὐτόν προέρχεται κάθε ἄλλο εἶδος κτιστῆς ζωῆς. Στόν πρῶτον ἄνθρωπον ἡ σωματική ἀθανασία δόθηκε ὑπό ὅρους, στό μέτρο πού τό λογικό πλάσμα θά στρεφόταν ἐλεύθερα πρός τόν πλάστη του, μένοντας πιστό στά πλαίσια τῆς φυσικῆς του τάξεως, στήν τήρηση τοῦ νόμου καί τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ.
Read More ->>

11:21 AM

37 - Άρθρον δέκατον

0 comments

ΑΡΘΡΟΝ ΔΕΚΑΤΟΝ

«῾Ομολογῶ ἕν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν».

Στό ἄρθρο αὐτό γίνεται λόγος περί τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος, τό ὁποῖον παρέχει ἄφεση ἁμαρτιῶν. ῾Η μνεία τοῦ βαπτίσματος μετά τόν περί ᾿Εκκλησίας λόγον εἶναι πολύ φυσική, δεδομένου ὅτι μέ τό ἱερό αὐτό μυστήριο γίνεται ἐπίσημα ἡ εἴσοδος τοῦ ἀνθρώπου στήν ᾿Εκκλησία καί ἡ ἐνσωμάτωσή του στό μυστικό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Τό βάπτισμα εἶναι κορυφαῖο μυστήριο, ἀπαραίτητο διά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Μαζί μέ τή θεία Εὐχαριστία καλεῖται μυστήριο «Κυριακό», διότι διά τά μυστήρια αὐτά ἔχουμε ρητή μαρτυρία στή Γραφή γιά ἄμεση σύσταση αὐτῶν ἀπό τόν Κύριο, ἡ ὁποία ἀπό κανένα δέν μπορεῖ νά ἀμφισβητηθεῖ. Γιά τά ὑπόλοιπα μυστήρια τό Σύμβολο δέν κάνει λόγο, εἶναι ὅμως αὐτονόητο ὅτι τά προϋποθέτει. Στή συνέχεια θά κάνουμε μία γενική ἀναφορά στά ἐκκλησιαστικά μυστήρια, τόσο περισσότερο ὅσο σ᾿ αὐτά στηρίζεται κατ᾿ ἐξοχήν τό ἁγιαστικό ἔργο τῆς ᾿Εκκλησίας, ὁ δέ πιστός πρέπει νά γνωρίζει ὅ,τι ἀφορᾶ σ᾿ αὐτά διά νά εἶναι συνειδητό μέλος της καί νά ἐργάζεται ἀποτελεσματικότερα διά τή σωτηρία του.

Τά μυστήρια εἶναι θεοσύστατες τελετές, οἱ ὁποῖες χορηγοῦν στόν ἄνθρωπο τή θεία χάρη.

῾Η θεία χάρη εἶναι ἡ ἁγιαστική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία ἀπέρρευσε ἀπό τή σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ, διά τῆς ὁποίας πραγματοποιεῖται ἡ σωτηρία338 στόν ἁγιαστικό χῶρο τῆς ᾿Εκκλησίας. Χωρίς αὐτήν τό λυτρωτικό ἔργο τοῦ Σωτῆρος μένει ἀνενέργητο καί ἀνεκπλήρωτο. ῾Η θεία χάρη εἶναι ἐνέργεια κοινή καί τῶν τριῶν προσώπων τῆς ἁγίας Τριάδος, ἄν καί κυριολεκτεῖται στήν ἁγιαστικήν ἐνέργεια τοῦ παναγίου Πνεύματος. Τοῦτο μποροῦμε νά δοῦμε συνεκδοχικῶς στήν ἐκφώνηση τοῦ ἱερέα κατά τή θεία Λειτουργία· «῾Η χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός καί ἡ κοινωνία τοῦ ἁγίου Πνεύματος εἴη μετά πάντων ὑμῶν».

῾Η θεία χάρη δέν εἶναι δύναμη κτιστή μέ τήν ὁποίαν ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἐπικοινωνήσει μέ τήν ἀπρόσιτη οὐσία τοῦ Θεοῦ, ὅπως πιστεύουν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, οἱ ὁποῖοι δέν δέχονται διάκριση οὐσίας καί ἐνέργειας στόν Τριαδικό Θεό. Κατά τήν ὀρθόδοξη πίστη ἡ χάρη εἶναι ἐνέργεια ἄκτιστη πού ἀπορρέει ἐσωτερικά ἀπό τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία μπορεῖ νά σώσει καί νά θεοποιήσει τόν ἄνθρωπο. Στή θεολογία τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν ἡ θέωση, ὡς ἀνάκραση τῆς φύσεως μέ τήν ἄκτιστη θεία ἐνέργεια (καί ὄχι φυσικά μέ τήν ἀμέθεκτη οὐσία τοῦ Θεοῦ) εἶναι κάτι τό ἐντελῶς ἀδιανόητο. Γι᾿ αὐτούς ἡ θέωση εἶναι ἁπλή ἠθική ἐκλάμπρυνση τῆς φύσεως καί τίποτε περισσότερο. Εἶναι θέαση τοῦ φωτός (τῆς δόξης), ὄχι ἀνάκραση μέ αὐτό.

῞Οπως εἴπαμε, ἡ θεία χάρη εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαία πρός σωτηρία. Χωρίς αὐτήν ὁ ἄνθρωπος μένει στήν περιοχή τῆς φύσεως πού βαρύνεται μέ τήν ἁμαρτία τοῦ προπάτορα καί ἐπί πλέον μέ τίς δικές του προσωπικές ἁμαρτίες, καί σάν τέτοιος εἶναι πλάσμα φθαρμένο καί ἔνοχο ἀπέναντι στόν Θεό. Εἶναι τέκνο φύσει ὀργῆς339, βρισκόμενο κάτω ἀπό τήν ἐπικράτεια τοῦ πνευματικοῦ θανάτου καί μή μπορώντας αὐτοδύναμα ν᾿ ἀποφύγει τήν αἰώνια καταδίκη του.

῾Η θεία χάρη εἶναι χάρισμα (αὐτό σημαίνει ὁ ὅρος), δῶρο Θεοῦ340 πρός τόν ἄνθρωπο. ῾Η χορήγησή της δέν ἐξαρτᾶται ἀπό ὑποκειμενικές ἀνθρώπινες συνθῆκες. Δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἠθικοπνευματική κατάσταση καί τήν ἀρετή τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε αὐτός νά τήν ἀπαιτεῖ δικαιωματικά ἀπό τόν Θεό σάν μισθό διά τά ἐνάρετα ἔργα καί τήν ἁγιότητά του. Αὐτή τήν ἀπαίτηση εἶχαν οἱ φαρισαῖοι τῆς ἐποχῆς τοῦ Κυρίου. ᾿Ενόμιζαν ὅτι ἡ ὑποτιθέμενη ἁγιότητά τους τούς παρεῖχε τό δικαίωμα νά ἀξιοῦν ἀπό τόν Θεό τή σωτηρία ὡς ἀμοιβή διά τά ἐνάρετα ἔργα τους. Σύμφωνα μέ τούς λόγους τοῦ Κυρίου, καί ὁ πλέον ἐνάρετος ἄνθρωπος, ὅταν πράττει τό καθῆκον του, ὀφείλει νά ἔχει τήν αἴσθηση ὅτι εἶναι ἀχρεῖος δοῦλος πού κινεῖται στά αὐστηρά πλαίσια τοῦ προσωπικοῦ χρέους του καί τίποτε περισσότερο341.

῾Η θεία χάρη εἶναι δωρεά τοῦ Θεοῦ καθολική. Χορηγεῖται σέ ὅλους ἀνεξαίρετα τούς ἀνθρώπους, πού εἶναι σέ ἴσο μέτρο παιδιά τοῦ Θεοῦ. Πῶς ὅμως λειτουργεῖ στά ἐπί μέρους, ἀγνοοῦμε. Αὐτό πού εἶναι βέβαιον εἶναι ὅτι δέν εἶναι δύναμη ἀναγκαστική. Δηλαδή δέν ἐξαναγκάζει κανένα νά τήν κάνει ἀποδεκτή342. ῾Ο ἄνθρωπος πρέπει νά θελήσει ἀβίαστα τό δῶρο τοῦ Θεοῦ, διότι τοῦτο συμφωνεῖ μέ τήν ὑψηλή περιωπή του, ὡς δημιουργήματος λογικοῦ καί «εἰκόνος» Θεοῦ. Σέ ἀντίθετη περίπτωση, ἄν δηλαδή ἔχανε τήν ἐλευθερία του, σέ τίποτε δέν θά διέφερε ἀπό τά βοσκήματα. ῎Αν ὅμως δεχτεῖ αὐτοπροαίρετα τό χάρισμα τοῦ Θεοῦ καί συνεργήσει ἐλεύθερα μέ αὐτό, θά ἔχει σάν ἐπιβράβευση τήν εὐλογία καί τή σωτηρία του. ᾿Ενῶ πάλιν ἄν ἀρνηθεῖ τή θεία δωρεά καί παραμείνει πεισματικά κλεισμένος στά φθαρμένα ὅρια τῆς φύσεώς του, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ θά μείνει ἀνενέργητη σ᾿ αὐτόν καί τελικά θά τόν ἐγκαταλείψει343, μέ ἀποτέλεσμα νά πωρωθεῖ ψυχικά καί νά παραδοθεῖ στόν αἰώνιο πνευματικό θάνατο.

Στή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ὁ ρόλος τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ εἶναι πρωταρχικός. ῾Η σωτηρία δέν εἶναι καρπός τοῦ «θέλοντος οὐδέ τοῦ τρέχοντος, ἀλλά τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ»344. Παρά ταῦτα, ἡ σύμπραξη τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ ἀπαραίτητη συνθήκη πρός σωτηρία. ῞Οπου δέν ὑπάρχει ἡ συνθήκη αὐτή, ἡ σωτηρία παραμένει ἀνέφικτη. Γιά νά σωθεῖ, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά συντρέξουν δύο τινά· πρώτιστα καί κύρια ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ καί σέ δεύτερη, πλήν ἀπαραίτητη μοῖρα, ἡ ἐλεύθερη συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου. Χωρίς τόν ἕνα ἀπό τούς δύο παράγοντες αὐτούς, σωτηρία δέν ὑπάρχει. Στή βάση αὐτή ἐξηγεῖται καί ἡ δυνατότητα τῆς κολάσεως, τό γεγονός ὅτι ἄνθρωποι πολλοί θά χαθοῦν στήν περιοχή τοῦ αἰώνιου πνευματικοῦ θανάτου. ῎Ετσι ἐπαληθεύονται καί οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου, ὅτι «πολλοί εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δέ οἱ ἐκλεκτοί»345 καί ὅτι «εὐρύχωρος ἡ ὁδός ἡ ἀπάγουσα εἰς τήν ἀπώλειαν καί πολλοί εἰσιν οἱ εἰσερχόμενοι δι᾿ αὐτῆς»346.

Τά ἐκκλησιαστικά μυστήρια εἶναι δραστικά μέσα τῆς χάριτος. Αὐτό σημαίνει ὅτι χορηγοῦν ἀπαραίτητα («ἐξ ἀνάγκης») τή χάρη, διότι ἡ χορήγηση αὐτῆς ἐξαρτᾶται ἀποκλειστικά ἀπό τήν ἀξιομισθία τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι ἀπό ἄλλες ἀντικειμενικές ἤ ὑποκειμενικές συνθῆκες. Γιά νά χορηγήσουν ὅμως τή χάρη πρέπει νά εἶναι μυστήρια ἔγκυρα, δηλαδή νά τελοῦνται ἀπό κανονικούς ἱερεῖς καί ἀπαραίτητα στόν ἁγιαστικό χῶρο τῆς ᾿Εκκλησίας. Τά μυστήρια πού τελοῦν οἱ αἱρετικοί καί οἱ σχισματικοί, ἐπειδή τελοῦνται ἔξω ἀπό τήν ᾿Εκκλησία, εἶναι ἄκυρα. ῎Αλλωστε, πῶς εἶναι δυνατόν νά χορηγήσουν οἱ αἱρετικοί τή χάρη, τήν ὁποίαν ἔχασαν, ἀφοῦ ἀποκόπηκαν ἀπό τόν κορμό τῆς ᾿Εκκλησίας; Μήπως καί ὁ λαμπτήρας πού ἀποσυνδέθηκε ἀπό τή γεννήτρια τοῦ ἠλεκτρικοῦ ρεύματος μπορεῖ νά λειτουργήσει καί νά δώσει φῶς; Παράλληλα πρέπει νά τελοῦνται σύμφωνα μέ τό καθιερωμένο τυπικό τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Η ἠθική ποιότητα καί τό ὅποιο φρόνημα τῶν ἐκκλησιαστικῶν λειτουργῶν δέν ἀσκοῦν ροπήν ἐπί τοῦ κύρους καί τῆς κανονικότητος τῶν μυστηρίων. ῞Ενας ἁμαρτωλός λειτουργός μπορεῖ νά τελέσει ἔγκυρα τά μυστήρια, ἀρκεῖ ἐξωτερικά νά τελεῖ ὅ,τι ἀπαιτεῖ ἡ ᾿Εκκλησία καί μέ σοβαρότητα φυσικά καί ὄχι μέ διάθεση ἐμπαικτική. ῾Η θεία χάρη μπορεῖ νά διοχετευτεῖ διά μέσου ὁποιουδήποτε ἀγωγοῦ, ἄσχετα ἄν αὐτός εἶναι πολύτιμος ἤ εὐτελής. ῾Η ποιότητα τοῦ ἀγωγοῦ δέν ἔχει σημασία, χωρίς νά θέλουμε μέ αὐτό νά ποῦμε, ὅτι οἱ τελετουργοί τῶν μυστηρίων δέν πρέπει νά προσέχουν τήν ἠθική τους ζωή, πού σέ ἀρνητική περίπτωση μπορεῖ νά δημιουργήσει ἀμφιβολίες στίς συνειδήσεις τῶν πιστῶν ὡς πρός τήν ἐγκυρότητα τῶν τελουμένων ὑπ᾿ αὐτῶν μυστηρίων.

Τά ἐκκλησιαστικά μυστήρια, ἄν καί δραστικά μέσα τῆς χάριτος, δέν ἐνεργοῦν ὡστόσο τό ἴδιο στίς ψυχές τῶν πιστῶν πού τά δέχονται. ᾿Εδῶ ἀνακύπτει ἕνα πολύ σοβαρό ζήτημα, τό ὁποῖο δέν πρέπει νά ἀγνοοῦν οἱ πιστοί. ῎Αλλο εἶναι ἡ χορήγηση τῆς χάριτος καί ἄλλο ἡ σωτήρια ἐπενέργειά της, ἡ ὁποία ἐξαρτᾶται ἀπό συνθῆκες ὑποκειμενικές τοῦ κοινωνοῦντος τοῦ μυστηρίου πιστοῦ. Διά νά λειτουργήσει λυτρωτικά ἡ χάρη, πρέπει ὁ δέκτης τοῦ μυστηρίου νά ἔχει τή δέουσα ἠθικοπνευματική προπαρασκευή, διότι τά μυστήρια δέν εἶναι τελετές μαγικές πού ἐνεργοῦν τυφλά καί ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ψυχική κατάσταση στήν ὁποία βρίσκονται οἱ δεχόμενοι τά μυστήρια πιστοί. Παράδειγμα τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας
Read More ->>

11:20 AM

36 - Άρθρον ένατον

0 comments

ΑΡΘΡΟΝ ΕΝΑΤΟΝ

«Εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν ᾿Εκκλησίαν».

Στό ἄρθρο αὐτό τό Σύμβολο τῆς Πίστεως ἀναφέρεται στό δόγμα περί ᾿Εκκλησίας, τῆς ὁποίας τονίζει τίς τέσσερις βασικές ἰδιότητες· ἑνότητα, ἁγιότητα, καθολικότητα καί ἀποστολικότητα. Τό δόγμα βέβαια εἶναι πολύ εὐρύτερο, εἶναι δέ χρήσιμο νά τό δοῦμε στίς βασικές του γραμμές, γιά νά μορφώσουμε μία γενική εἰκόνα περί αὐτοῦ, τόσο περισσότερο ὅσο τό χριστεπώνυμο πλήρωμά της πρέπει νά γνωρίζει τήν οὐσία, τούς σκοπούς καί γενικά τό ἔργο τῆς πνευματικῆς του μητέρας, τῆς ὁποίας ἀποτελεῖ λίθο ζῶντα λογικόν, ἔτσι ὥστε νά εἶναι σέ θέση ν᾿ ἀνταποκρίνεται πληρέστερα στό θεῖο του αὐτό καί ὑπέρτατο ἀξίωμα.

῾Ο Χριστός –ὅπως καί σέ ἄλλη περίσταση ἐτονίσαμε– ὡς πρόσωπο ἱστορικό, δέν μποροῦσε νά διαιωνίσει τήν ὕπαρξή του πάνω στή γῆ. ῎Ετσι, ἀφοῦ ἐπεράτωσε τή λυτρωτική ἀποστολή του, ἀναλήφθηκε στούς οὐρανούς, ὅπου κάθεται ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός.

Τί ἐπρόκειτο ὅμως ν᾿ ἀπογίνει τό λυτρωτικό ἔργο του στή γῆ; Θά ἔμενε στάσιμο καί ἀνενέργητο, χωρίς συνέπεια καί συνέχεια ἱστορική; ᾿Ασφαλῶς ὄχι. ῾Ο Κύριος ἐμερίμνησε γιά τή σημαντική αὐτή ἀνάγκη, ἱδρύοντας τήν ᾿Εκκλησία του, στό ἔδαφος τῆς ὁποίας τό ἅπαξ τελεσθέν σωτήριο ἔργο του ἔμελλε νά ἔχει συνέχεια, ἀξιοποιούμενο ὑποκειμενικά στίς καρδιές τῶν μελῶν της, μέ τή δύναμη τοῦ παναγίου Πνεύματος.

῾Η ᾿Εκκλησία, ὅπως καί ὁ ὅρος σημαίνει (ἐκ τοῦ ἐκκαλῶ = συναθροίζω), εἶναι κοινωνία, σύναξη πνευματική. Τήν πρώτη της καταβολή εἶχε στό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου, ὅπου ὁ Θεός συνάντησε τόν ἄνθρωπο, δέθηκε μαζί του ὑποστατικά σέ μία ἕνωση ἀπερινόητη, ἀσύγχυτη καί ἀδιαίρετη, καί μέ τή φωτιά τῆς θεότητός του ἐλάμπρυνε κι ἐθέωσε τό πρόσλημμα. ῾Η ᾿Εκκλησία, ὡς οἰκοδομή πνευματική, ἔχει ὡς ἀκρογωνιαῖο μέν λίθο της τόν Κύριον ᾿Ιησοῦ Χριστό304, θεμέλιους λίθους τούς ᾿Αποστόλους305 καί ζῶντες ἐπί μέρους λίθους λογικούς τούς πιστούς πού εἶναι καί τά μέλη της306. ῾Η ᾿Εκκλησία μοιάζει μέ ἄμπελον πνευματική, τῆς ὁποίας γεωργός εἶναι ὁ Θεός307, ὁ ὁποῖος τήν περιποιεῖται καί τήν καλλιεργεῖ, κλήματα δέ ὅσοι εἶναι μυστικά ἐνσωματωμένοι σ᾿ αὐτήν. Μέ τήν ἐνσωμάτωσή τους αὐτήν οἱ πιστοί ἀπομυζοῦν τούς ζωτικούς χυμούς τῆς νοητῆς ἀμπέλου, καλλιεργοῦνται καί τρέφονται πνευματικά καί ἑνώνονται ἐσωτερικά μέ τόν Θεό. ᾿Αντίθετα, ἡ ἀποκοπή καί ἡ ἀπομάκρυνσή τους ἀπό τήν ἄμπελο ἐπιφέρει τό μαρασμό καί τήν πνευματική τους νέκρωση308, ἡ ὁποία ἀπολήγει στή φωτιά, στό αἰώνιο πῦρ τῆς κολάσεως. ῾Η ᾿Εκκλησία εἶναι σῶμα, ζωντανός ὀργανισμός, τοῦ ὁποίου μυστική καί ἀόρατη κεφαλή εἶναι ὁ Χριστός, μέλη δέ οἱ πιστοί πού συνδέονται μαζί του διά τῆς πίστεως καί τῆς ἀγάπης. Ψυχή, τέλος, τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι τό Πνεῦμα τό ἅγιο, τό ὁποῖον ἀπέστειλεν ὁ ᾿Ιησοῦς μετά τήν ᾿Ανάληψή του στούς μαθητές, κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Τό Πνεῦμα τό ἅγιο συγκροτεῖ μέ τή χάρη του τό θεσμό τῆς ᾿Εκκλησίας, ζωοποιεῖ καί ἁγιάζει τά μέλη της καί κατανέμει τά χαρίσματα, τίς διακονίες καί τά πνευματικά της λειτουργήματα.

῾Η ᾿Εκκλησία ἀποτελεῖ πνευματική κοινωνίαν ἀκατάλυτη καί ἀδιάλυτη, στό μέτρο πού ἀκατάλυτος καί αἰώνιος εἶναι καί ὁ θεῖος ἱδρυτής της. Καμία δύναμη δέν μπορεῖ νά τήν ἀφανίσει309, οὔτε ὁ θάνατος μπορεῖ νά καταλύσει τόν πνευματικό δεσμό πού συνάπτουν τά μέλη της μεταξύ τους καί μέ τό Σωτῆρα Κύριο. ῾Ο θάνατος ἀποκαθιστᾶ ἁπλῶς τά μέλη της πού φεύγουν ἀπό τή γῆ στή θριαμβεύουσα ᾿Εκκλησία, πού εἶναι ἀπογεγραμμένη στούς οὐρανούς310. ᾿Ονομάζεται δέ θριαμβεύουσα, διότι σέ ἀντίθεση μέ τή στρατευομένη, τό τμῆμα δηλαδή αὐτῆς πού βρίσκεται στή γῆ καί εἶναι στρατευμένο στόν ἀγῶνα κατά τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων τῆς ἁμαρτίας, αὐτή βρίσκεται στόν οὐρανό, ὅπου πανηγυρίζει τά νικητήρια κατά τῆς ἁμαρτίας καί τελεῖ τόν πνευματικό θρίαμβο τῆς πίστεως, στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Μεταξύ τῶν δύο αὐτῶν τμημάτων τῆς ᾿Εκκλησίας ὑπάρχει ἀείζωη πνευματική σχέση καί ἀδιάρρηκτος δεσμός. ῾Η ᾿Εκκλησία τῶν οὐρανῶν ἐναγκαλίζεται καί κατασπάζεται τήν ᾿Εκκλησίαν ἐπί τῆς γῆς. Οἱ ἄγγελοι καί οἱ ἅγιοι μέ ἐπικεφαλῆς τήν ῾Υπεραγία Θεοτόκο περιβάλλουν μέ τήν προστασία καί τήν ἀγάπη τους τούς ἀδελφούς τους πού μάχονται ἐδῶ κάτω στή γῆ. Οἱ ἄγγελοι χαίρονται διά τή μετάνοια καί τήν προκοπή τους καί εἶναι ἕτοιμοι νά τούς διακονήσουν σέ κάθε περίσταση καί ἀνάγκη τους. Οἱ δέ ἅγιοι τούς περιβάλλουν ὁμοίως μέ τή χάρη τους πού πλούσια ἐγκατοικεῖ στήν ἁγιασμένη φύση τους, πρεσβεύοντες στόν Κύριο νά τούς ἐνδυναμώνει στό δύσκολο ἀγῶνα τους καί νά τούς εὐλογεῖ μέ τή χρηστότητα καί τήν ἀγαθωσύνη του. ᾿Αλλά καί οἱ ἐπί γῆς στρατευόμενοι ἀδελφοί ἐκδηλώνουν πολυειδῶς τήν τιμή καί τήν ἀγάπη τους πρός τούς ἀδελφούς, οἱ ὁποῖοι ἔφθασαν τά μέτρα τῆς πνευματικῆς τελειώσεως, βρισκόμενοι στό στάδιο τῆς ἀδιάφθορης δόξας. Τούς ἔχουν ὡς πρότυπα μιμήσεως. ᾿Επικαλοῦνται τή χάρη, τίς εὐχές καί τίς δεήσεις τους. Καθιερώνουν ναούς πρός τιμήν τους. Τιμοῦν καί ἀσπάζονται τά ἱερά λείψανα καί τίς εἰκόνες τους. Προσφέρουν τή θεία Εὐχαριστία πρός ἔπαινο τοῦ μεγάλου Θεοῦ πού τούς χάρισε τήν ἁγιωσύνη καί τή δόξα τους. ῾Η ᾿Εκκλησία εἶναι μία ἀκατάλυτη κοινωνία Θεοῦ καί ἀνθρώπων. Εἶναι ἀνάφλεξη ψυχῶν στό καμίνι τῆς χάριτος, ἡ φωτιά τοῦ Θεοῦ πού διαφλέγει καί θεοποιεῖ τόν ἄνθρωπο. Εἶναι ἡ μυστική κοινωνία ἁγίων πού δέν περιορίζεται μέσα σέ τοπικούς καί χρονικούς περιορισμούς, ἡ παράσταση καί ἡ ἐγκαύχησή τους στήν ἀκατάλυτη δόξα τοῦ Θεοῦ311. Πόσο –ἀλήθεια– ἀδικοῦν τούς ἑαυτούς τους οἱ Προτεστάντες, ὅταν ἀπορρίπτουν τό δόγμα τῶν ἁγίων!

῾Η ᾿Εκκλησία εἶναι κοινωνία ἀγάπης. ῾Ως μέλη της ἔχει ὅσους πιστεύουν καί ἀποδέχονται τόν Κύριον ᾿Ιησοῦ Χριστόν ὡς Σωτῆρα καί Θεό τους, πιστεύουν ὀρθόδοξα στό σύνολό της τή λυτρωτική θεία ἀλήθεια, μετέχουν στή θεία λατρεία της καί ἀποδέχονται τό σύστημα τῆς πνευματικῆς τους διακυβερνήσεως ἀπό τό ἱερατεῖο της. Τά μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας διαιροῦνται σέ δύο τάξεις· τό ποιμαῖνον καί κυβερνῶν τούς πιστούς ἱερατεῖον καί τούς ποιμαινόμενους πιστούς, τό λαό. ῾Ο τελευταῖος διατηρεῖ ἀκέραια τά δικαιώματα καί τή λειτουργικότητά του στό ἔργο καί τούς σκοπούς τῆς ᾿Εκκλησίας. Δέν εἶναι μάζα στατική καί ἀπαθής, ἀλλά σῶμα πολυδύναμο καί ζωτικό, ἐμφορούμενο ἀπό τή χάρη τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ312.

῾Η ᾿Εκκλησία ὡς σῶμα ἅγιο στό ὁποῖο διαιωνίζεται ὁ Χριστός ἐπί τῆς γῆς καί τό ἐμψυχώνει ἡ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, εἶναι ἀπαραίτητη πρός σωτηρίαν. ῎Εξω ἀπό αὐτήν δέν μπορεῖ νά σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος, ὅπως δέν μπορεῖ νά ζήσει τό κλῆμα πού κόβεται ἀπό τήν ἄμπελο, τό ὁποῖο ξηραίνεται καί πεθαίνει. Εἷὦἶὰ Εὴὴ῝ὸὖἂὰἣ ὃ῟῝῝ὰ ὖὰ῝῟ὖ, τονίζει ἡ πατερική παράδοση, δηλαδή ἔξω ἀπό τήν ᾿Εκκλησία δέν ὑπάρχει σωτηρία. Τί θά ἀπογίνουν ὅλοι οἱ αἱρετικοί καί οἱ σχισματικοί πού δέν ἀνήκουν στήν ᾿Εκκλησία (τήν ᾿Ορθόδοξη) καθώς καί ὅλοι οἱ ἀλλόθρησκοι, πού ὶὸ ὺὰὴὦ῏ καμία σχέση δέν ἔχουν μέ αὐτήν; ῾Η ἀπάντηση δέν εἶναι εὔκολη. ῎Αν ἀποβλέψουμε ὅμως στό γεγονός ὅτι ὅλοι ἀνεξαίρετα οἱ ἄνθρωποι, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ὅποια ἰδιαιτερότητα πού μπορεῖ νά ἔχει ὁ καθένας τους, εἶναι πλάσματα «κατ᾿ εἰκόνα καί ὁμοίωσιν» Θεοῦ, τά ὁποῖα ἀγαπᾶ ὁ δημιουργός, καί ὅτι ὁ Κύριος «ὑπέρ πάντων» ἀπέθανε313 καί «θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν»314· ἀκόμη δέ, ὅτι εἶναι «τό φῶς τό ἀληθινόν τό φωτίζον καί ἁγιάζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον»315, ἴσως νά ὑπάρχει κάποια βάση νά ὑποστηρίξουμε, ὅτι ἐκτάκτως καί κατά παρέκκλιση ἀπό τό λυτρωτικό ἀξίωμα τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι δυνατό νά σώσει ὁ Θεός ὁρισμένους ἐκ τῶν μή χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι οὐδέποτε ἄκουσαν περί Χριστοῦ καί ᾿Εκκλησίας, ἤ καί ἄν ἄκουσαν ἡ ἰδέα πού ἐσχημάτισαν εἶναι πολύ ἀμυδρή καί συγκεχυμένη. Τούτους εἶναι ἐνδεχόμενο νά σώσει ὁ Θεός μέ τό μέτρο τῆς οἰκονομίας καί τῆς ἀγάπης του, ἀφοῦ τούς κρίνει φυσικά ἐπί τῇ βάσει τοῦ ἐμφύτου ἠθικοῦ νόμου πού ἀπηχεῖται σέ κάθε ἀνθρώπινη συνείδηση καί ψυχή316 καί τοῦ περιεχομένου τῆς ζωῆς πού ἐμόρφωσαν σύμφωνα μέ τίς ἀρχές καί τά στοιχεῖα τῶν θρησκευμάτων στά ὁποῖα ἔζησαν. ῎Αλλωστε εἶναι ποτέ δυνατόν νά ἐξακοντίσει στήν κόλαση ὁ Θεός (ἔστω καί ἄν τιμωροῦνται ἐλαφρά) ὅλους συλλήβδην τούς ἀπίστους, οἱ ὁποῖοι δέν προσχώρησαν στήν ᾿Εκκλησία του, ἀφοῦ στούς περισσότερους δέν δόθηκε κάν ἡ εὐκαιρία ν᾿ ἀκούσουν περί Χριστοῦ καί ᾿Εκκλησίας καί ἐνσυνείδητα νά λάβουν θέση ἔναντι τοῦ Εὐαγγελίου καί τῆς σωτηρίας τους;
Read More ->>

11:19 AM

35 - Άρθρον όγδοον

0 comments


ΑΡΘΡΟΝ ΟΓΔΟΟΝ

«Καί εἰς τό Πνεῦμα τό ἅγιον, τό κύριον, τό ζωοποιόν, τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον, τό σύν Πατρί καί Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καί συνδοξαζόμενον, τό λαλῆσαν διά τῶν προφητῶν».

Μετά τά δύο πρῶτα πρόσωπα τῆς ἁγίας Τριάδος, τό Σύμβολο τῆς Πίστεως ἐκθέτει στό παρόν ἄρθρο του τήν πίστη τῆς ᾿Εκκλησίας στό τρίτο πρόσωπο τῆς Τριαδικῆς Θεότητος, τό Πνεῦμα τό ἅγιον.

«Καί εἰς τό Πνεῦμα τό ἅγιον, τό κύριον, τό ζωοποιόν».

Τό Πνεῦμα τό ἅγιον εἶναι ὁμοούσιο μέ τόν Πατέρα, στόν ἴδιο βαθμό πού ὁμοούσιος εἶναι καί ὁ Υἱός. ῾Η Σύνοδος ἀποφεύγει ν᾿ ἀναφέρει στόν ὅρο της τήν ὁμοουσιότητα αὐτήν, ἴσως γιά ν᾿ ἀποφύγει ἀναζωπύρωση τῶν παθῶν πού προηγήθηκαν κατά τήν Α´ Οἰκουμενική Σύνοδο γύρω ἀπό τήν σχέση τοῦ Υἱοῦ πρός τόν Πατέρα («ὁμοούσιον τῷ Πατρί»). ῾Ως γνωστόν, ὁ ῎Αρειος, παράλληλα μέ τή θεότητα τοῦ Λόγου, ἀπέρριπτε καί τή θεότητα τοῦ παναγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο θεωροῦσε ὁμοίως κτίσμα τοῦ Πατρός. Τό ἴδιο ἐπαναλάμβανε καί ὁ Μακεδόνιος, πατριάρχης Κων/πόλεως. Γιά ν᾿ ἀντικρούσει τήν κακοδοξία αὐτή πού δέν ἦταν μικρότερη τῆς ἀρειανικῆς, ἡ ᾿Εκκλησία συνεκάλεσε τή Β´ Οἰκουμενική της Σύνοδο στήν Κων/πολη τό 381289, τόν ὅρο τῆς ὁποίας, πού εἶναι ἀρκετά συνεπτυγμένος καί περιεκτικός, θά ἐξετάσουμε στή συνέχεια.

῞Οτι τό Πνεῦμα τό ἅγιον εἶναι πλήρης καί τέλειος Θεός ἀποτελεῖ πίστη πού μαρτυρεῖται πλούσια στήν ἁγ. Γραφή. Στίς Πράξεις τῶν ᾿Αποστόλων (5, 3-4), ὅπου ἱστορεῖται ἡ ἀπάτη τοῦ χριστιανικοῦ ζεύγους ᾿Ανανία καί Σαπφείρας, τονίζεται ρητῶς ὅτι ὁ ᾿Ανανίας μέ τό ψεῦδος του δέν ἐξαπάτησε ἄνθρωπο κοινό, ἀλλά τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τόν ἴδιο τόν Θεό· «οὐκ ἐψεύσω ἀνθρώποις, ἀλλά τῷ Θεῷ»290. Λόγος περί τῆς θεότητος τοῦ ἁγ. Πνεύματος γίνεται καί σέ ὅλα τά χωρία ἐκεῖνα, στά ὁποῖα τό Πνεῦμα συμπαρατίθεται, ὡς ἴδιο πρόσωπο, μαζί μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό· Ματθ. 28, 19· «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος». 2 Κορ. 13, 13· «῾Η χάρις τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρός καί ἡ κοινωνία τοῦ ἁγίου Πνεύματος μετά πάντων ὑμῶν». 1 Κορ. 16, 22-24, κ.ἄ.

῾Ο ῞Ορος τῆς Συνόδου ἀποκαλεῖ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ «ἅγιον». ῾Η ἁγιότητα εἶναι κορυφαία ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ. Τό δέ Πνεῦμα, ὡς ὁμοούσιο μέ τόν Πατέρα, εἶναι καί αὐτό στόν ἴδιο βαθμό ἅγιο. ῾Οποιεσδήποτε ἀτέλειες πού παρατηροῦνται στή φυσική καί τήν ἠθική τάξη τῶν κτισμάτων, εἶναι ξένες πρός τή φύση του. Δέν εἶναι δέ μόνον ἅγιο, ἀλλά καί παρεκτικόν ἁγιότητος. Μέ τήν ἁγιότητά του συγκροτεῖ τήν ἁγιότητα τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Η ἁγιαστική χάρη του συγκρατεῖ τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἁγιάζει τούς πιστούς καί τούς συνάπτει μέ τή θεότητα. Εἶναι πηγή χαρισμάτων μέ τά ὁποῖα συνέχει καί ζωοποιεῖ τήν ᾿Εκκλησία.

῾Ως πλήρης καί τέλειος Θεός τό Πνεῦμα εἶναι «κύριον καί ζωοποιόν». Εἶναι κύριον, στό ἴδιο μέτρο πού ἀποκαλεῖται στό Σύμβολο κύριος καί ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός· «Καί εἰς ἕνα Κύριον ᾿Ιησοῦν Χριστόν». ῾Η κυριότητα αὐτή εἶναι ἀπόρροια τῆς ἰσοτιμίας τοῦ ἁγίου Πνεύματος μέ τά ἄλλα πρόσωπα τῆς ἁγίας Τριάδος. Εἶναι δέ κυριότητα ἀπόλυτη. Καμία ἄλλη ὑπαρκτή δύναμη δέν μπορεῖ νά τήν ἀνακόψει ἤ νά τήν ἐπισκιάσει, γιατί ὅλα τά ὄντα εἶναι πλασμένα στήν ἄκτιστη χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, συνέχονται καί συγκρατοῦνται σ᾿ αὐτήν καί ζωοποιοῦνται, κατευθυνόμενα στόν τελικό προορισμό τους. ῎Εξω ἀπό τή χάρη τοῦ ἁγ. Πνεύματος τίποτε τό κτιστό δέν ὑπάρχει, ἐκτός ἀπό τό κακό καί τήν ἁμαρτία, τά ὁποῖα ὅμως δέν εἶναι ὄντα ὑπαρκτά· εἶναι «μή ὄντα». ᾿Από τό ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται κάθε οὐσίωση καί ζωή, ἡ ὕπαρξη τόσο ἡ φυσική ὅσο καί ἡ πνευματική.

Σέ ὡραιότατους ποιητικούς τόνους καί μέ ἐμβρίθεια θεολογική τίς πιό πάνω ἀλήθειες τονίζουν οἱ ᾿Αναβαθμοί, τούς ὁποίους ἡ ᾿Εκκλησία μας ψάλλει στόν ῎Ορθρο κάθε Κυριακή, σύμφωνα μέ τήν τάξη τῆς Παρακλητικῆς.

Θά ἦταν χρήσιμο γιά τό θέμα μας νά δοῦμε τί λέγουν σχετικά οἱ ἀξιοθαύμαστοι αὐτοί ἐκκλησιαστικοί ὕμνοι.

᾿Αναβαθμοί Α´ ῎Ηχου.

«῾Αγίῳ Πνεύματι, τιμή καί δόξα, ὥσπερ Πατρί, ἅμα καί Υἱῷ· διά τοῦτο ᾄσωμεν τῇ Τριάδι μονοκρατορίᾳ».

(Στό ἅγιο Πνεῦμα ἁρμόζει τιμή καί δόξα, ὅπως ἁρμόζει στόν Πατέρα καί τόν Υἱό. Γι᾿ αὐτό ἄς ἀνυμνήσουμε τό ἕνα καί μοναδικό κράτος τῆς Τριάδος).

«῾Αγίῳ Πνεύματι, πᾶσα ἡ κτίσις καινουργεῖται, παλινδρομοῦσα εἰς τό πρῶτον· ἰσοσθενές γάρ ἐστι Πατρί καί Λόγῳ».

[Μέ τή δύναμη τοῦ ἁγ. Πνεύματος ὁλόκληρη ἡ κτίση γίνεται καινούργια, ἐπιστρέφουσα στήν πρώτη της (προπτωτική) κατάσταση· διότι (τό Πνεῦμα) ἔχει ἴση δύναμη μέ τόν Πατέρα καί τόν Λόγο].

«῾Αγίῳ Πνεύματι, τιμήν, προσκύνησιν, δόξαν καί κράτος, ὡς Πατρί τε ἄξιον, καί τῷ Υἱῷ δεῖ προσφέρειν· Μονάς γάρ ἐστιν ἡ Τριάς τῇ φύσει, ἀλλ᾿ οὐ προσώποις».

(Στό ἅγιο Πνεῦμα ἀξίζει νά προσφέρουμε τιμή, προσκύνηση, δόξα καί κράτος, ὅπως ἀξίζει νά τά προσφέρουμε στόν Υἱό καί τόν Πατέρα. Διότι ἡ Τριάς εἶναι μονάδα κατά τήν οὐσία καί ὄχι κατά τά πρόσωπα).

᾿Αναβαθμοί Β´ ῎Ηχου.

«῾Αγίῳ Πνεύματι, τό βασιλεύειν πέλει, τό ἁγιάζειν, τό κινεῖν τήν κτίσιν· Θεός γάρ ἐστιν, ὁμοούσιος Πατρί καί Λόγῳ».

(Στό ἅγιο Πνεῦμα ὑπάρχει ἡ δύναμη νά βασιλεύει, νά ἁγιάζει καί νά θέτει σέ κίνηση τήν κτίση. Καί αὐτό, γιατί εἶναι τέλειος Θεός, ὁμοούσιος μέ τόν Υἱό καί τόν Πατέρα).

«῾Αγίῳ Πνεύματι, ζωαρχία καί γέρας· πάντα γάρ τά κτιστά, ὡς Θεός ὤν δυναμοῖ, συντηρεῖ ἐν Πατρί δι᾿ Υἱοῦ δέ».

(Στό ἅγιο Πνεῦμα πού εἶναι παρεκτικό ζωῆς, ἀνήκει τιμή καί σέβας. Διότι ὅλα τά κτιστά, ὡς Θεός ἀληθινός, τά γεμίζει μέ δύναμη καί τά συντηρεῖ «ἐν Πατρί δι᾿ Υἱοῦ δέ», δηλαδή σύμφωνα μέ τήν τάξη ἐνέργειας τῆς ἁγίας Τριάδος).

«῾Αγίῳ Πνεύματι, προσπηγάζει πᾶσα σοφία· ἔνθεν χάρις ᾿Αποστόλοις, καί τοῖς ἄθλοις, καταστέφονται Μάρτυρες καί προφῆται ὁρῶσιν».

[᾿Από τό ἅγιο Πνεῦμα πηγάζει κάθε σοφία· ἀπ᾿ αὐτό χορηγεῖται χάρη στούς ᾿Αποστόλους καί μέ τή δύναμή του ἀθλοῦν καί στεφανώνονται οἱ Μάρτυρες καί οἱ Προφῆτες βλέπουν (καί προαναγγέλουν) τά μέλλοντα].

᾿Αναβαθμοί Γ´ ῎Ηχου.

«῾Αγίῳ Πνεύματι, πᾶσα ἀγαθοδωρία, ὡς Πατρί καί Υἱῷ συναστράπτει· ἐν ᾧ τά πάντα ζεῖ καί κινεῖται».

(Στό ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως στόν Πατέρα καί τόν Υἱό, κάθε δωρεά ἀγαθή προέρχεται σάν φωτεινή λάμψη. Σ᾿ αὐτό τά πάντα ἔχουν ζωή καί κινοῦνται).

«῾Αγίῳ Πνεύματι, ἐνθεωρεῖται πᾶσα ἁγιότης, σοφία· οὐσιοῖ γάρ πᾶσαν κτίσιν· σύν Πατρί γάρ ἀνυμνεῖται καί τῷ Λόγῳ».

[Στό ἅγιο Πνεῦμα ὑπάρχει κάθε ἁγιότητα καί σοφία. Αὐτό δίνει οὐσία (ὑπόσταση) σέ κάθε κτιστή φύση. Διά τοῦτο ἀνυμνεῖται μαζί μέ τόν Πατέρα καί τόν Λόγο].

«῾Αγίῳ Πνεύματι, ὁ πᾶς πλοῦτος τῆς δόξης, ἐξ οὗ χάρις καί ζωή πάσῃ τῇ κτίσει· σύν Πατρί γάρ ἀνυμνεῖται καί τῷ Λόγῳ».

(Στό ἅγιο Πνεῦμα ὑπάρχει ὅλος ὁ πλοῦτος τῆς ἄκτιστης θείας δόξας. Αὐτό χορηγεῖ χάρη καί ζωή σ᾿ ὅλη τήν κτίση, ἀνυμνούμενο μαζί μέ τόν Πατέρα καί τόν Λόγο).

᾿Αναβαθμοί Δ´ ῎Ηχου.

«῾Αγίῳ Πνεύματι, πᾶσα ψυχή ζωοῦται καί καθάρσει ὑψοῦται λαμπρύνεται, τῇ Τριαδικῇ Μονάδι ἱεροκρυφίως».

[Στήν ἄκτιστη χάρη τοῦ ἁγ. Πνεύματος κάθε ψυχή λαμβάνει ζωή καί διά τῆς καθάρσεως (ἐκ τῆς ἁμαρτίας) ἀνυψώνεται πνευματικά καί λαμπρύνεται κατά τρόπο κρύφιο καί ἱερό στό φῶς τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἕνας καί τριαδικός συγχρόνως].
Read More ->>

11:17 AM

34 - Άρθρον έβδομον

0 comments

ΑΡΘΡΟΝ ΕΒΔΟΜΟΝ

«Καί πάλιν ἐρχόμενον μετά δόξης κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς, οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος».

Τό ἄρθρο αὐτό ἀναφέρεται στά ἔσχατα. ᾿Εκφράζει τήν πίστη τῆς ᾿Εκκλησίας στή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, στήν καθολική κρίση καί ἀνταπόδοση καί στήν αἰώνια θεία βασιλεία του.

«Καί πάλιν ἐρχόμενον μετά δόξης».

῾Ο Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστός μέλλει νά ἔλθει γιά δεύτερη φορά πάνω στή γῆ. ῾Η ἔλευση αὐτή θά συμπέσει μέ τή συντέλεια τοῦ κόσμου. ῾Ο κόσμος στόν ὁποῖο ζοῦμε τώρα δέν πρόκειται νά συνεχίσει νά ὑπάρχει αἰώνια μέ τήν παροῦσα φυσική του κατάσταση καί μορφή. «Παράγει τό σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου», λέγει ἡ Γραφή242. Δέν θά καταργηθεῖ φυσικά ἡ ὕπαρξή του, ἀλλά θά προσλάβει ἕνα καινούργιο σχῆμα, θά λάβει μία νέα ἀλλιώτικη μορφή, πού θά εἶναι σύμμορφη μέ τήν καθολική ἀνακαίνιση τῶν πάντων, μέ τούς «καινούς οὐρανούς καί τήν καινήν γῆν»243, πού προσδοκᾶμε. Πῶς θά γίνουν τά πράγματα αὐτά φυσικά ἀγνοοῦμεν. Πιστεύουμε ὅμως ὅτι θά γίνουν μέ τό ἀνακαινιστικό πῦρ τῆς θείας ἐνέργειας, γιατί αὐτό μᾶς ἀποκάλυψε ὁ ἀψευδής λόγος τοῦ Θεοῦ244.

῾Η πρώτη ἔλευση τοῦ Χριστοῦ ἔγινε μέ τή θεία του ἐνανθρώπηση. ῏Ηταν οἰκονομία ταπεινώσεως καί θλίψεων, ἡ κένωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἦλθε στόν κόσμο γιά νά πάθει καί μέ τό μαρτυρικό του θάνατο νά λυτρώσει τόν ἄνθρωπον ἀπό τήν ἁμαρτία καί τόν αἰώνιο πνευματικό θάνατο. Σέ ἀντίθεση μέ αὐτήν, ἡ δεύτερη ἔλευση τοῦ Κυρίου θά εἶναι κραταιά καί ἔνδοξη. ῾Ο Χριστός θά ἔλθει ὡς βασιλεύς κραταιός, «ἐν φωνῇ ἀρχαγγέλου καί ἐν σάλπιγγι Θεοῦ»245, μέ σκοπό νά κρίνει «ζῶντας καί νεκρούς», ἀποδίδοντας στόν καθένα σύμφωνα μέ τό περιεχόμενο τοῦ ἐπί γῆς βίου του.

῾Ο χρόνος τῆς Δευτέρας Παρουσίας παραμένει ἄγνωστος. ῞Οταν κάποτε οἱ μαθητές ρώτησαν τό Διδάσκαλο γιά τό θέμα αὐτό, τούς ἀπάντησε ὅτι κανένας –οὔτε καί ὁ ἴδιος– δέν γνωρίζει τόν καιρό τῆς Δευτέρας του Παρουσίας καί τῆς συντέλειας τῶν πάντων246. Τώρα, ἄν ἤξερε ὁ Κύριος ἤ ὄχι τό χρόνο τῆς παρουσίας του ἤ ἁπλῶς διά λόγους, πού ὁ ἴδιος γνώριζε, δέν θέλησε νά τόν φανερώσει στούς μαθητές, εἶναι ἄλλο ζήτημα. Βέβαια μία τέτοια παρασιώπηση τροχίζει τήν περιέργεια τῶν πιστῶν, ὡς ἕνα δέ σημεῖο δικαιολογημένα. ῾Η σχολαστική ὅμως περιέργεια καί ἡ ἀναζήτηση ἑρμηνείας σέ κάτι πού κράτησε μυστικό ὁ Θεός, καί παρακεκινδυνευμένο εἶναι καί ὄχι πολύ ἐποικοδομητικό. ῾Οπωσδήποτε κι ἄν μελετηθεῖ τό θέμα, δέν παύει ν᾿ ἀποτελεῖ πρόβλημα θεολογικό247.

᾿Εν τούτοις ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε σημεῖα προγνωστικά τῆς Δευτέρας Παρουσίας του. Αὐτά εἶναι· ἡ ἔλευση τοῦ ᾿Αντιχρίστου, ὁ ὁποῖος, κινούμενος ἀπό τό Σατανᾶ248, θά δώσει τήν τελευταία μάχη του κατά τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, θά διώξει τήν ᾿Εκκλησία καί θά βασανίσει ἀμείλικτα τούς δικαίους, θά καθυποτάξει πολιτικά τήν οἰκουμένη καί θ᾿ ἀνακηρύξει ἑαυτόν ψευτομεσσία καί λυτρωτή τοῦ κόσμου, ἀπομιμούμενος τό μεσσιανικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ· θά βασιλεύσει δέ ἐπί 3 1/2 χρόνια, θά ἐρημώσει τήν πόλη τήν ἁγίαν (῾Ιερουσαλήμ) καί τούς χριστιανικούς ναούς, θά θανατώσει τούς ἀπεσταλμένους τοῦ Θεοῦ (᾿Ενώχ καί ᾿Ηλίαν) καί σέ ὕστατο ἀγῶνα του κατά τοῦ ἐσφαγμένου ᾿Αρνίου (τοῦ Χριστοῦ) καί τῶν ἐπουρανίων ἀγγελικῶν δυνάμεων θά συντριβεῖ ὁλοσχερῶς καί θά ριφθεῖ στή λίμνη τοῦ πυρός τήν καιομένη. Κατά τήν περίοδο τῆς τυραννίας τοῦ ᾿Αντιχρίστου ἡ ᾿Εκκλησία θ᾿ ἀναδείξει τούς λαμπρότερούς της μάρτυρες. ῎Αλλο σημεῖο προγνωστικό εἶναι ἡ κήρυξη τοῦ Εὐαγγελίου σέ ὅλα τά μέρη τῆς γῆς249 καί ἡ μεταστροφή τῶν ᾿Ιουδαίων στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ250 (σέ ὁμάδες ἄραγε ἤ ὡς ἔθνος ὁλόκληρο;). Τέλος θά σημειωθοῦν· ἡ φοβερή ἀποστασία τῶν ἐσχάτων251, ἡ ἔκπτωση τοῦ κόσμου ἀπό τή θρησκευτικότητα καί τούς κανόνες τῆς ἠθικῆς, τό ἄκρατο ὑλιστικό φρόνημα πού θά κυριαρχήσει στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, ὁ πολλαπλασιασμός τῶν ψευτοπροφητῶν252, κοινωνικές ἀναστατώσεις, πόλεμοι253 καί ἐμφύλιοι σπαραγμοί, παράδοξα φαινόμενα φυσικά, θεομηνίες κ.τ.ὅ. ῞Οταν αὐτά ἀρχίσουν ν᾿ ἀναφαίνονται, ἡ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ ὡς ἐκδικητοῦ τῆς ἁμαρτίας καί κριτοῦ τῶν ἀνθρώπων, εἶναι ἐγγύς. Οἱ πιστοί πρέπει νά βρίσκονται σέ ἑτοιμότητα γιά νά ὑποδεχτοῦν τή φοβερή δοκιμασία τῶν ἐσχάτων.

«Κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς».

῾Η Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, παράλληλα μέ τήν τελειωτική συντριβή τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων τῆς ἁμαρτίας πού θά σφραγίσει τήν ἱστορία τοῦ κόσμου, θά ἔχει σάν κύριο στόχο της τήν καθολική κρίση τῶν ἀνθρώπων ἤ, ὅπως λέγει τό Σύμβολο, τήν κρίση ζώντων καί νεκρῶν. Καί ζῶντες φυσικά θά εἶναι ὅσοι κατά τήν ἔλευση τοῦ Κυρίου θά βρίσκονται ἀκόμη στή ζωή· νεκροί δέ, ὅσοι πέθαναν ἀπό τήν ἀρχή τοῦ κόσμου μέχρι τῶν ἐσχάτων, καί οἱ ὁποῖοι θά κριθοῦν, ἀφοῦ πρῶτα ἐγερθοῦν ἐκ τῶν μνημείων. Κανένας δέν θά μείνει ἔξω ἀπό τή δικαιοκρισία τοῦ ῾Υψίστου. ῞Ολοι ἀνεξαίρετα οἱ ἄνθρωποι θά λογοδοτήσουν γιά τίς πράξεις καί τό περιεχόμενο τῆς ζωῆς τους. Μέ τρόπο πολύ παραστατικό καί ἔντονα ἀνθρωπομορφικό ἡ Γραφή μᾶς ἱστορεῖ τό γεγονός τῆς μελλούσης κρίσεως254. ῞Οταν ἔλθει ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου –λέγει– ντυμένος στήν οὐράνια δόξα του καί θά τόν συνοδεύουν ὅλοι του οἱ ἅγιοι ἄγγελοι, θά καθίσει σέ θρόνο πού θ᾿ ἀστράφτει ἀπό δόξα, καί θά συναχτοῦν μπροστά του ὅλα τά ἔθνη τῆς γῆς. Τότε θά τούς ξεχωρίσει, ὅπως ὁ ποιμένας ξεχωρίζει τά πρόβατα ἀπό τά ἐρίφια, καί τά μέν πρόβατα (τούς καλούς ἀνθρώπους) θά τούς βάλει νά σταθοῦν στά δεξιά του, ἐνῶ τά ἐρίφια (τούς κακούς) θά βάλει νά σταθοῦν στ᾿ ἀριστερά του. Κι ἀφοῦ κάνει τό χωρισμό, θά βγάλει τήν ἐτυμηγορία του, ὑπενθυμίζοντας καί στούς δύο τή συμπεριφορά τους πρός τούς ἀνθρώπους τοῦ πόνου καί τῆς δυστυχίας, δηλαδή τήν ἀγάπη καί τή φροντίδα πού ἔδειξαν οἱ καλοί γι᾿ αὐτούς, καί ἀντίθετα τήν ἀδιαφορία καί τήν ἐγκατάλειψη πού ἔδειξαν οἱ κακοί στήν ἀνάγκη καί τή δυστυχία τους. ῾Η ἀναφορά στούς φτωχούς καί ἀπόκληρους τῆς ζωῆς ἔχει πολύ μεγάλη σημασία, γιατί στό πρόσωπό τους εἰκονίζεται ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Οἱ πονεμένοι καί οἱ καταφρονεμένοι εἶναι ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ τῆς ὀδύνης, τοῦ πόνου καί τῆς καταφρονήσεως. ῾Ο δρόμος πού ὁδηγεῖ στόν Θεό περνᾶ ἀπαραίτητα ἀπό τούς ἀνθρώπους πού ὑποφέρουν στή ζωή, γιατί εἶναι ἀδελφοί ᾿Εκείνου, πού πρῶτος ὑπέφερε διά τή σωτηρία τοῦ κόσμου. Πῶς εἶναι δυνατόν –ἀλήθεια– νά πλησιάσεις τόν Χριστόν, ἄν προσπεράσεις ἀδιάφορος τούς ἀδελφούς του; ῾Η ἀδιαφορία γι᾿ αὐτούς εἶναι ἀδιαφορία γιά τό μεγάλο τους ᾿Αδελφό, ὅπως, ἀντίθετα, τό ἐνδιαφέρον καί ἡ στοργή γι᾿ αὐτούς ἀναφέρονται στόν ἴδιο τόν Χριστό. Στό ἂὃὴ῏ὼὃἂὦ῏ αὐτό τοῦ Θεανθρώπου θά προσκρούσουν τόσον οἱ δίκαιοι ὅσο καί οἱ φαῦλοι, διερωτώμενοι πότε τόν εἶδαν σέ μία τόσο δύσκολη ἀνάγκη, σέ μία τόσο σκληρή στιγμή, καί εἴτε τόν διακόνησαν εἴτε τόν ἐγκατέλειψαν ἀβοήθητον; Οἱ ἄδικοι ὅμως καμιά ἀπολογία δέν θά μπορέσουν νά προβάλουν στό δικαιοκρίτη, γιατί ὅποιος δέν ἀγαπᾶ τόν πλησίον στή διάσταση τῆς διακονικῆς ἀγάπης δέν μπορεῖ νά ἔχει αἴσθηση Χριστοῦ255, εἶναι ἀπόβλητος τοῦ σώματος τῆς κοινωνίας καί τῆς ἀγάπης. ῾Η ἐτυμηγορία τῆς κρίσεως θά εἶναι· αἰώνια ζωή στή θεία βασιλεία διά τούς δικαίους καί αἰώνια κόλαση γιά τούς σκληρούς καί τούς ἀνάλγητους ἁμαρτωλούς.

῾Η δυνατότητα τῆς κρίσεως στηρίζεται σέ δύο βασικές καί θεμελιώδεις ἀρχές· στή θεία δικαιοσύνη καί στή λογική φύση τοῦ κρινομένου πλάσματος.

῾Η δικαιοσύνη πάνω στήν ὁποία βασίζεται τό αἴτημα τῆς κρίσεως εἶναι βασική ἰδιότητα τῆς φύσεως τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Θεός εἶναι δίκαιος256. Εἶναι δέ δίκαιος στό μέτρο πού εἶναι ἅγιος. ῾Αγιότητα καί δικαιοσύνη πηγαίνουν μαζί, ἀχώριστα συνταιριασμένες. ῾Ο Θεός καμιά σχέση δέν μπορεῖ νά ἔχει μέ τό κακό, τήν ἁμαρτία. Τά φαινόμενα αὐτά εἶναι ἀποκυήματα τοῦ ἐλεύθερου λογικοῦ πλάσματος. ῾Ο Θεός τά ἀπεχθάνεται, ὡς καταστρατήγηση τοῦ ἠθικοῦ νόμου καί τῆς ἠθικῆς τάξεως, πού ὁ ἴδιος ἐνέσπειρε στόν κόσμο. ῾Ως ἅγιος δέ, εἶναι καί φρουρός τῆς ἠθικότητος αὐτῆς καί τιμωρός σέ ὅσες περιπτώσεις ὁ ἄνθρωπος καταπατεῖ τόν ἠθικό νόμο πού εἶναι δοσμένος στόν κόσμο καί ἀπηχεῖται ἔμφυτα στή συνείδησή του.
Read More ->>

11:16 AM

33 - Άρθρον έκτον

0 comments


ΑΡΘΡΟΝ ΕΚΤΟΝ

«Καί ἀνελθόντα εἰς τούς οὐρανούς καί καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός».

Μετά τήν ᾿Ανάστασή του ὁ Σωτήρ δέν ἐγκατέλειψε τούς μαθητές. ᾿Επί σαράντα μέρες ἐμφανιζόταν σ᾿ αὐτούς229, συζητώντας μαζί τους περί τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καί συνιστώντας νά μήν ἀπομακρύνονται ἀπό τά ῾Ιεροσόλυμα, ἀλλά νά περιμένουν τήν κάθοδον τοῦ ἁγίου Πνεύματος, στό ὁποῖο θά παρέδιδε τή σκυτάλη τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου του, γιά νά τό καταξιώσει καί νά τό κάνει προσωπικά οἰκεῖο στό λυτρωμένο σῶμα τῆς ᾿Εκκλησίας του. Περί τοῦ περιεχομένου ὅμως τῶν συζητήσεων αὐτῶν δέν μᾶς ὁμιλεῖ ἡ Γραφή. Εἶναι φυσικό νά ὑποθέσουμε, ὅτι σέ μία τόσο καινούργια σχέση ὁ ἀναστάς Κύριος θά προετοίμαζε τούς μαθητές γιά τό δύσκολο ἀποστολικό ἔργο, στό ὁποῖο σέ λίγο θά ἀνοίγονταν μέ τή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὡς θεμέλιοι λίθοι τῆς ᾿Εκκλησίας230 καί στυλοβάτες τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἐπί τῆς γῆς. ῎Ισως τούς δίδαξε καί ὁρισμένες ἄλλες ἀλήθειες πού δέν καταγράφτηκαν στή Γραφή, ἀλλά πέρασαν στή ζωντανή παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας.

῾Ο Χριστός ὅμως δέν ἔμελλε νά παραμείνει παντοτινά στή γῆ. ῾Η ἱστορική ζωή ἔχει καθορισμένα τά ὅριά της. Τό πεπερασμένο καί ἔγχρονο εἶναι προσωρινό, δέν μπορεῖ νά διαιωνίζεται. Τό ἴδιο συνέβη καί μέ τόν ᾿Ιησοῦ, ὁ ὁποῖος ἔζησε, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, τήν ἱστορική του στιγμή. ῾Η ζωή του στή γῆ εἶχε καί ἀρχή καί τέλος χρονικό. ῞Οταν τελείωσε τήν ἀποστολή του, δέν ὑπῆρχε πιά λόγος νά παρατείνει τήν παρουσία του στόν κόσμο. ῎Επρεπε νά φύγει, νά γυρίσει πίσω. Νά ἐπιστρέψει ἐκεῖ ὅπου ἀπό τήν ἀρχή ἦταν ὡς Λόγος τοῦ Θεοῦ, στούς ἄφθιτους κόλπους τοῦ Πατρός231.

Αὐτό ἔγινε τήν τεσσαρακοστή ἡμέρα ἀπό τήν ᾿Ανάστασή του. Τό ἱερό βιβλίο τῶν Πράξεων μᾶς διέσωσε τό τρυφερό γεγονός τοῦ ἀποχωρισμοῦ232. Οἱ μαθητές ἦσαν μαζεμένοι στό ὄρος τῶν ᾿Ελαιῶν. Μαζί τους ἦταν καί ὁ Διδάσκαλος. Σέ ἰδιάζουσα δέ κατάσταση διατελοῦντες, τόν ρωτοῦσαν· «Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀποκαθιστάνεις τήν βασιλείαν τῷ ᾿Ισραήλ;»233. ᾿Εκεῖνος ἀντί ἄλλης ἀπαντήσεως τούς εἶπε, ὅτι δέν εἶναι δουλειά τους νά γνωρίζουν τούς χρόνους καί τούς καιρούς, τούς ὁποίους ἔχει ὁρίσει ὁ Πατήρ γιά τήν ἐκπλήρωση τόσο σημαντικῶν γεγονότων· ἀλλά πρέπει νά ἔχουν στραμμένο τό βλέμμα τους στή δύναμη πού ἐπρόκειτο σύντομα νά λάβουν ἀπό τήν κάθοδο σ᾿ αὐτούς τοῦ παναγίου Πνεύματος, ὁ φωτισμός τοῦ ὁποίου θά τούς ἀνεδείκνυε μάρτυρες τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου του, τόσο στήν ῾Ιερουσαλήμ ὅσο καί στήν ᾿Ιουδαία καί τή Σαμάρεια καί ὡς τό τελευταῖο σημεῖο τῆς γῆς. Καί ὅταν εἶπε τά λόγια αὐτά, οἱ μαθητές τόν εἶδαν ν᾿ ἀνυψώνεται, ἐνῶ νεφέλη τόν ἐσκέπασε ἀπό τά μάτια τους. Καί ἐνῶ τόν κοίταζαν νά πορεύεται στόν οὐρανό, δύο ἄνδρες (ἄγγελοι) λευκοντυμένοι, τούς εἶπαν· «ἄνδρες Γαλιλαῖοι, γιατί στέκεστε κοιτάζοντας τόν οὐρανόν; ῾Ο ᾿Ιησοῦς, τόν ὁποῖον βλέπετε ν᾿ ἀναλαμβάνεται ἀπό κοντά σας στόν οὐρανόν, ὁ ἴδιος θά ἐπιστρέψει καί πάλι στή γῆ κατά τόν ἴδιο τρόπο πού τόν βλέπετε τώρα νά πορεύεται πρός τόν οὐράνιο Πατέρα του».

῾Η σκηνή ἦταν πραγματικά συγκινητική. ῞Ενας ἀποχωρισμός εἶναι πάντοτε πικρός καί σπαραξικάρδιος. ῾Η φιλία σφυρηλατεῖ καί ἑνώνει τίς ἀνθρώπινες καρδιές. Στό σύλλογο τῶν μαθητῶν ἡ σχέση μέ τό Διδάσκαλο ἦταν πολύ βαθιά καί ἐσωτερική. Στό πρόσωπό του εἶχαν γνωρίσει τό διδάσκαλο, τόν πατέρα, τόν Θεό. Εἶχαν ζήσει μαζί του μιά ζωή φορτισμένη μέ τόσες συγκινήσεις. ῎Ενιωσαν τή στοργική ἀγάπη του, γεύτηκαν τήν πατρική παιδαγωγία του, τήν τρυφερότητα τῆς θεανθρώπινης καρδίας του. Εἶδαν τά συγκλονιστικά θαύματά του, ἀκροάστηκαν τό θεῖο λόγο του, ἡ καρδιά τους φλογιζόταν ἀπό τό αἴνιγμα τῆς προσωπικότητός του. ῎Εζησαν τίς ὡραῖες στιγμές του, ἀλλά καί γεύτηκαν τήν ὀδύνη τοῦ πάθους του. Σάν ἄνθρωποι ἀδύνατοι τόν πίκραιναν. ῞Ενας τόν πρόδωσε, ἄλλος τόν ἀρνήθηκε καί ὅλοι τόν ἐγκατέλειψαν (πλήν τοῦ ᾿Ιωάννου) στίς ἐναγώνιες στιγμές τοῦ μαρτυρικοῦ πάθους του. ῞Ομως ἀγαποῦσαν τό Διδάσκαλο, γιατί πρῶτος αὐτός τούς ἀγάπησε234. ῾Η ἐμφάνισή του μετά τήν ᾿Ανάσταση ἔσβησεν ἀπό τήν καρδιά τους τίς πικρές ἀναμνήσεις τοῦ πάθους του. ῾Ο Διδάσκαλος ἀναστήθηκε, ἦταν πάλι μαζί τους καί αὐτό μονάχα μετροῦσε. Τώρα ζητοῦσαν πιό ἔντονα τό Σωτῆρα, τό νικητή. ῾Η ψυχή τους ἦταν ἤρεμη, γεμάτη γοητεία καί μυστικούς γλυκασμούς, ἄσχετο ἄν δέν μποροῦσαν ὡς τήν ὥρα ἐκείνη νά ψαύσουν τό ἀνερμήνευτο. Συνεπαρμένη ἡ καρδιά τους προχωροῦσε στό θεανθρώπινο αἴνιγμα, παρ᾿ ὅλο πού ὁ νοῦς τους, νωχελής, ἔμενε πίσω συγκεχυμένος καί ἀδύναμος. Δέν εἶχαν λάβει ἀκόμη τή φωτιά τοῦ Πνεύματος, πού θά τρόχιζε τό νοῦ τους στά θεῖα μυστήρια. Καί τώρα ἔφθασε ἡ στιγμή ν᾿ ἀποχαιρετίσουν τό Διδάσκαλο, πού δέν ἐπρόκειτο πιά νά τόν ξαναζήσουν στήν ἴδια διάσταση πού τόν ἔζησαν στή γῆ· νά ἀποχωριστοῦν παντοτινά ἀπ᾿ αὐτόν πού τόσο ἄλλαξε κι ὀμόρφηνε τή ζωή τους. Αὐτός φυσικά δέν ἐπρόκειτο νά τούς ἀφήσει ὀρφανούς, ἀλλά θά παρέμενε παντοτινά μαζί τους στό πρόσωπο τοῦ θείου Παρακλήτου, πού θά ἦταν στό ἑξῆς ὁ νέος ρυθμιστής τῆς ζωῆς τους, θά τούς ὁδηγοῦσε «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν»235, θά ἔκραζε μέσα τους «᾿Αββᾶ ὁ Πατήρ»236. Καί θά γέμιζε τήν ὥρα τοῦ δύσκολου ἀποστολικοῦ ἔργου τους.

῾Η ᾿Ανάληψη εἶναι πολύ μεγάλη ἑορτή διά τήν ᾿Ορθόδοξη Καθολική ᾿Εκκλησία. Εἶναι γιορτή θριάμβου καί χαρᾶς πανηγυρικῆς. ῞Οπως οἱ στρατηλάτες τοῦ κόσμου, γυρνώντας ἀπό μία νικηφόρο ἐκστρατεία, τελοῦν θρίαμβο γιά νά πανηγυρίσουν τή νίκη τους, ἐπιδεικνύοντες καί λάφυρα παρμένα ἀπό τόν ἐχθρό καί διαπομπεύοντες αἰχμαλώτους ἀντιπάλους, ἔτσι καί ὁ Κύριος, ἀφοῦ ἔδωσε καί κέρδισε τή μάχη ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας καί τῶν δυνάμεων τοῦ Σατανᾶ, εἰσῆλθε θριαμβευτής στόν οὐρανό237, ἐπιδεικνύοντας ντροπιασμένες τίς ὑπενάντιες δυνάμεις καί ἰσοπεδωμένα τά ὀχυρά τοῦ θανάτου καί τῆς φθορᾶς. ᾿Εγύρισε θριαμβευτής στόν οὐρανό, ὅπου οἱ δυνάμεις τῆς θείας βασιλείας, τά τάγματα τῶν ἀγγέλων καί τῶν ἀρχαγγέλων, πανηγύρισαν τό μεγάλο θρίαμβο, ἀλαλάζοντας γιά τήν κραταιά νίκη τοῦ Δεσπότου. Καί ὁ θρίαμβος αὐτός τῶν οὐρανῶν ἑνώνεται μέ τό θρίαμβο τοῦ σώματος τῆς ᾿Εκκλησίας ἐπί τῆς γῆς, πού λυτρωμένο ἀπό τή δυνάστευση τῆς ἁμαρτίας ψάλλει τά νικητήρια στόν Κύριο τῆς δόξης, τό δυνατό ἐκπορθητή τῶν σατανικῶν δυνάμεων τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου!

῾Η δογματική σημασία τῆς γιορτῆς εἶναι πολύ μεγάλη.

῾Η ᾿Ανάληψη, καί τυπικά πλέον, εἶναι ἡ ὁριστικοποίηση τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο Χριστός γύρισε πίσω, ἀφοῦ ἔφερεν εἰς πέρας τό ἔργο πού τοῦ ἀνέθεσε νά ἐκπληρώσει ὁ Πατήρ238. Κατέθεσε πανηγυρικά τήν ἐντολή, τήν ὁποίαν ἔλαβε ἀπό τόν Πατέρα ὡς Μεσσίας τοῦ κόσμου, ὑπογεγραμμένη καί σφραγισμένη μέ τό πανάγιο αἷμα του. ᾿Εντολή στήν ὁποίαν ἦσαν ἀποτυπωμένα ὁ Σταυρός καί ἡ ᾿Ανάσταση, ὁ Γολγοθᾶς συνταιριασμένος μέ τό καινό μνημεῖο τοῦ ἀπό ᾿Αριμαθαίας ᾿Ιωσήφ. ῎Ετσι ἡ προαιώνια λυτρωτική βουλή τοῦ Θεοῦ, τό ἀπειρόσοφο σχέδιο τοῦ μυστηρίου τῆς θείας περί τόν ἄνθρωπον οἰκονομίας, ὁριστικό, πλῆρες καί τέλειο, κατατέθηκε στά ἀρχεῖα τοῦ οὐρανοῦ, ὡς πηγή ἀστείρευτης δυνάμεως καί ζωῆς.

Μέ τήν ᾿Ανάληψή του στόν οὐρανόν ὁ Σωτήρ κάθισε «ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός». Τό Σύμβολο τῆς Πίστεως χρησιμοποιεῖ ἐδῶ μία γλώσσα πολύ ἀνθρωπομορφική. Παρουσιάζει θρόνο στόν ὁποῖον κάθεται ὁ Πατήρ, ἔχοντας καθήμενο στά δεξιά του τόν Υἱόν. Μία εἰκόνα δηλωτική ἰσότιμης ἐξουσίας, σύμπνοιας καί ἀγάπης, τῆς ὁποίας ἡ εἰκονική περιγραφή δέν ἀνταποκρίνεται μέν αὐστηρά στά πράγματα, εἶναι ὅμως τόσο παραστατική γιά μᾶς πού μέ τή φτωχή γνώση μας δέν ἔχουμε ἄλλο τρόπο νά προσεγγίσουμε τό ἀνέγγιχτο, παρά μέ παραστάσεις ἀναλογικές, παρμένες ἀπό τόν κύκλο τῆς φυσικῆς ἐμπειρίας μας.

῾Η ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός καθέδρα τοῦ Χριστοῦ σημαίνει καί τυπικά τό πέρας τῆς κενώσεως τοῦ Λόγου, μέ τήν ὁποίαν ἐξακολουθεῖ εἰς τό διηνεκές ὁ κατά τήν ταφήν τοῦ Χριστοῦ ἀρξάμενος σαββατισμός του, ἡ κατάπαυση ἐκ τοῦ ἔργου τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων καί τῆς ἀνακαινίσεως τοῦ σύμπαντος. ῾Ο Υἱός τοῦ Θεοῦ ἐπανέρχεται στούς πατρικούς κόλπους, ὄχι διότι εἶχεν ἀποχωριστεῖ ἀπ᾿ αὐτούς μέ τή σάρκωσή του, ἀλλά μέ τήν ἔννοιαν ὅτι ἀπέβαλεν ὁριστικά πλέον ὅλα ἐκεῖνα πού προσέλαβεν ὡς ἄνθρωπος, τήν ὕφεση –ἤ μᾶλλον τήν ἀπόκρυψη τῆς δόξας του πού προαιωνίως εἶχε στούς κόλπους τοῦ Πατρός239– τήν ταπείνωση τῆς ἱστορικῆς ζωῆς, τήν ὀδύνη καί τό πάθος. ῾Ο Λόγος στίλβει τώρα στήν ὁλοκάθαρη πατρώα δόξα του, στήν ἀκτίνα τῆς Τριαδικῆς του αἴγλης καί λαμπρότητος. ᾿Επανέρχεται σ᾿ αὐτό πού ἦταν πρίν γίνει ἄνθρωπος. Μέ τή διαφορά ὅτι ἡ ὑπόσταση καί ἡ θεότητά του, οἱ ὁποῖες οὐδέποτε μετακινήθηκαν ἀπό τούς κόλπους τῆς Τριάδος, ἔχουν τώρα προσλάβει κάτι καινούργιο· τή θεωμένη ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποίαν στό ἑξῆς οὐδέποτε θά ἀποβάλουν. ῾Η ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ ἐγκαθίσταται μόνιμα στούς κόλπους τῆς Τριαδικῆς θεότητος, γεγονός πού συνιστᾶ τήν ὕψιστη περιωπή καί τό ἄφθιτο μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου, καταστάσεις πού τόν ἀνεβάζουν ψηλότερα καί ἀπό αὐτές τίς ἄϋλες φύσεις τῶν ἀγγέλων, τίς καταλαμπόμενες στό τρισήλιο φῶς τῆς θεότητος. ῾Η θέωση εἶναι ἀγαθό πού συντελέστηκε στή φύση τῶν ἀνθρώπων καί ὄχι τῶν ἀγγέλων. ῾Η εἴσοδος ὅμως τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Λόγου στήν Τριάδα δέν σημαίνει ὁποιαδήποτε ποσοτική ἤ ποιοτική προσθήκη στή μακαρία φύση τῆς Τριάδος. ῾Η Τριάς παραμένει Τριάς, δέν μεταπίπτει εἰς τετράδα, δηλαδή δέν αὐξάνεται ὁ ἀριθμός τῶν ὑποστάσεων τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Οὔτε πάλι προστίθεται κάτι πού νά τροποποιεῖ τήν οὐσία καί τή θεότητα (θεῖες ἐνέργειες) τῆς Τριάδος. ῾Απλῶς ἡ ὑπόσταση τοῦ Λόγου δέν εἶναι στό ἑξῆς γυμνή, ἀλλά φέρει πάντοτε ἑνωμένη μαζί της τή θεωμένη φύση του, αὐτήν πού ἔκανε δική του μέ τή θεία του ἐνανθρώπηση, ἔζησε μαζί της στή γῆ, ἐτέλεσε τή σωτήρια βουλή τοῦ Πατρός καί τήν ἔκανε κοινωνό τῆς ἄπειρης θείας δόξας του. Δέν ἔχουμε, λοιπόν, τετράδα, ἀλλά Πατέρα, Υἱόν (μέ τήν ἀνθρωπότητά του) καί Πνεῦμα ἅγιο, τό ὁποῖον ἔχρισε μέ τή χάρη του τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Σωτῆρος240.

῾Η ᾿Ανάληψη τοῦ Κυρίου σηματοδοτεῖ μία νέα κατάσταση ζωῆς διά τόν ἐνανθρωπήσαντα Λόγο τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Κύριος εἶναι ὁ ὑπέρτατος βασιλεύς τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, ὁ κύριος τῆς ἱστορίας καί τοῦ κόσμου. Εἶναι ὁ ἄρχων τῆς θείας βασιλείας, τῆς ᾿Εκκλησίας του πού ἵδρυσε στή γῆ, τῆς ὁποίας εἶναι ἡ ἀόρατη καί μυστική κεφαλή καί τήν ὁποία ζωοποιεῖ μέ τό πανάγιο Πνεῦμα του, πού ἔστειλε στούς μαθητές μετά τήν ἐκ τοῦ κόσμου ἀποδημία του. Στούς οὐρανούς ὁ Σωτήρ ἀσκεῖ τό βασιλικό του ἀξίωμα σέ συνδυασμό μέ τό προφητικό, κυβερνώντας τήν ᾿Εκκλησία του καί μεσιτεύοντας ὑπέρ αὐτῆς στόν οὐράνιο Πατέρα του241.

Τήν ᾿Ανάληψη τοῦ Χριστοῦ ἰδιαζόντως τιμᾶ ἡ ᾿Ορθοδοξία, βλέποντας σ᾿ αὐτήν τή δική της θεόμορφη οὐσία, τή θεοδυναμία καί τή χριστόμορφή της αἴγλη καί λαμπρότητα.
Read More ->>

11:14 AM

32 - Άρθρον πέντε

0 comments


ΑΡΘΡΟΝ ΠΕΜΠΤΟΝ

«Καί ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ κατά τάς Γραφάς».

Τό σῶμα τοῦ Κυρίου δέν μποροῦσε νά κρατηθεῖ παντοτεινά στή φυσική νέκρωση. Δέν μποροῦσε νά ἀποσυντεθεῖ καί νά διαλυθεῖ. ῾Η φθορά φυσικά εἶναι φαινόμενο καθολικό τῆς πεσμένης φύσεως, καρπός τοῦ θανάτου πού ἦταν τό ἀλγεινό τίμημα τῆς ἁμαρτίας. Τό πανακήρατο ὅμως σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἄν καί πραγματικά νεκρωμένο, δέν μποροῦσε ὡστόσο νά παραδοθεῖ καί στή διαφθορά, νά λυώσει στό μνῆμα καί νά γίνει χῶμα· γιατί δέν ἦταν, ὅπως ἐπανειλημμένα ἐτονίσαμε, ἕνα κοινό σῶμα ἀνθρώπινο, ὑπήκοο στίς συνέπειες τῆς φυσικῆς νεκρώσεως καί τοῦ θανάτου. ῏Ηταν τό σῶμα τοῦ Θεοῦ, πού τό διαπεροῦσε ἡ θεότητα καί τό ἔκανε νά σφύζει ἀπό ζωήν ἡ θεία ἐνέργεια. ῞Ενα τέτοιο σῶμα ἦταν ἀπρόσβλητο στή διαφθορά. Καί πέθανε μέν πραγματικά στό σταυρό καί χωρίς πνοή κατατέθηκε στό μνῆμα· ἡ νέκρωση ὅμως αὐτή ἦταν προσωρινή, διαρκέσασα τόσο, ὅσο ἀπαιτοῦσε ἡ οἰκονομία τῆς λυτρώσεως. ῎Εμεινε νεκρωμένο στόν τάφο τρεῖς μέρες καί τρεῖς νύχτες, ὅσο δηλαδή χρειαζόταν ἡ ψυχή του γιά νά σκυλεύσει τό βασίλειο τοῦ ῞Αδη219.

Σύμφωνα μέ τή μαρτυρία τῶν Γραφῶν, τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἀναστήθηκε τήν τρίτη ἡμέρα ἐκ τῶν νεκρῶν. Τό ἱερό Σύμβολο τῆς Πίστεως τή θεία ἀλήθεια στηρίζει στή μαρτυρία τῆς ἁγίας Γραφῆς («κατά τάς Γραφάς»), ἡ ὁποία γιά τήν ᾿Ορθόδοξη Καθολική ᾿Εκκλησία, μαζί μέ τήν ἱερά Παράδοση, ἀποτελεῖ τήν αὐθεντική πηγή τῆς πίστεώς της. Εἶναι ὁ γραπτός λόγος τοῦ Θεοῦ, στόν ὁποῖον τό Πνεῦμα τό ἅγιο κατέγραψε τό περιεχόμενο τῆς λυτρωτικῆς θείας ἀλήθειας, πού ἀπεκάλυψε στόν κόσμον ὁ ἔνσαρκος Λόγος τοῦ Θεοῦ. Σ᾿ αὐτήν ὑπάρχει φῶς, δύναμη καί ζωή. ῾Υπάρχει ἡ ἀλήθεια ἡ ὁποία μπορεῖ νά λυτρώσει ἀπό τά δεινά του τόν ταλαιπωρημένον ἄνθρωπο. Εἶναι πηγή τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία διοχετεύει σ᾿ αὐτούς πού τή διαβάζουν μέ ταπείνωση καί ἀνεπιτήδευτη καρδιά, μέ καθαρμένο νοῦ καί αἴσθηση μεταποιημένη ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι πηγή ἀφθαρσίας καί ἀθανασίας.

῾Ο λόγος τῆς Γραφῆς εἶναι αὐθεντικός καί ἀλάθητος, στό μέτρο πού ἀλάθητο εἶναι καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ πού πνέει σ᾿ αὐτήν. ῾Η ἁγία Γραφή εἶναι βιβλίο θεόπνευστο220, ἀπαλλαγμένο ἀπό τή σχετικότητα καί τό ἐπισφαλές τῆς ἀνθρώπινης διάνοιας. Δέν ὑπάρχει πλάνη σ᾿ αὐτήν. Τήν ἁγία Γραφή φυλάσσει καί αὐθεντικῶς ἑρμηνεύει ἡ ᾿Εκκλησία, ἀποκρούουσα τίς αἱρετικές παρεκδοχές καί ἑρμηνεῖες της. Παράλληλα ὅμως καί ἡ Γραφή μαρτυρεῖ διά τήν ἀλήθεια τῆς ᾿Εκκλησίας. ῎Ετσι Γραφή καί Παράδοση221 ἀποτελοῦν τά δύο ἀκλόνητα βάθρα ἐπάνω στά ὁποῖα στηρίζεται ἡ ὅλη ζωή καί τό ἔργο τῆς ᾿Εκκλησίας. Στήν ᾿Ορθοδοξία ἡ ἁγ. Γραφή διαποτίζει τήν εὐσέβεια καί τή λατρεία της, ζωογονεῖ τό ἦθος καί τήν πνευματικότητά της, εἶναι ὁ δείκτης πού τήν προσανατολίζει καί τήν καθοδηγεῖ στή λυτρωτική διακονία της. ῾Η ἁγ. Γραφή εἶναι τό βιβλίο τοῦ κόσμου καί τῆς κτίσεως.

῾Η ᾿Ανάσταση τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τήν ἔμπρακτη πιστοποίηση καί τό ἐπιστέγασμα τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Σωτῆρος. ῎Αν στό σταυρό νικήθηκε ὁ θάνατος καί στόν ῞Αδη καταλύθηκε τό κράτος τῆς φθορᾶς, στήν ᾿Ανάσταση τό ἔργο αὐτό πιστοποιεῖται ἔμπρακτα, φαίνεται στίς φωτεινές καί ὁλοκάθαρες διαστάσεις του. ῾Η ἀποτίναξη τῆς φθορᾶς καί ἡ κατάποση τοῦ θανάτου ἀποτυπώνονται στό ἀφθαρτοποιημένο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού ἀστράφτει ἀπό λαμπρότητα καί ἄφθαρτη φωταύγεια. Στό ἀναστημένο σῶμα τοῦ Κυρίου ἀπορρίφθηκε ὁλότελα ἡ σωματική ὑλικότητα. ᾿Ελεύθερο ἀπό τά ὑλικά τῆς φύσεως δεσμά, εἰσέρχεται κεκλεισμένων τῶν θυρῶν στό χῶρο πού ἦσαν συγκεντρωμένοι οἱ μαθητές222. ῎Εχει δέ ἀπορρίψει καί ὅλα τά ἀδιάβλητα πάθη τῆς φύσεως. Δέν ἔχει πλέον ἀνάγκες φυσικές. Μπαίνει σέ μία νέα οἰκονομία ζωῆς, στό στάδιο τῆς ἀδιάφθορης δόξας, ἀπό τήν ὁποίαν ποτέ πιά δέν πρόκειται ν᾿ ἀποχωριστεῖ. Καί εἶναι μέν γεγονός ὅτι καί μετά τήν ᾿Ανάστασή του ὁ Σωτήρ ἔφαγε ἐνώπιον τῶν μαθητῶν. Αὐτό ὅμως δέν σήμαινε ὅτι τό ἀναστημένο σῶμα του εἶχεν ἀνάγκη λήψεως ὑλικῆς τροφῆς. ῾Η βρώση ἐκείνη ἦταν βρώση «κατ᾿ οἰκονομίαν». ῎Εφαγε γιά νά πιστοποιήσει τήν ᾿Ανάστασή του, στήν ὁποία δυσπιστοῦσαν οἱ φοβισμένοι μαθητές, ὅτι δηλαδή αὐτός πού ἔβλεπαν μπροστά τους ἦταν ὁ πραγματικός τους διδάσκαλος καί ὄχι κάποιο πνεῦμα (φάντασμα), ὅπως στήν ἀρχή νόμιζαν223. Τί ἀπέγινε βέβαια ἡ τροφή πού ἔφαγεν ὁ Κύριος, ἡ ὁποία δέν ἦταν δυνατόν νά ὑποβληθεῖ στή διεργασία τῆς πέψεως καί τῆς ἀποβολῆς, δέν γνωρίζουμε.

῾Η ᾿Ανάσταση τοῦ Κυρίου ἦταν πανηγυρική πιστοποίηση τῆς θεότητος καί τῆς θείας παντοδυναμίας του. ῾Ο Χριστός ὡς Θεός ἀνέστησε αὐτός ἑαυτόν, ἐγείρας ἐκ τοῦ τάφου τό πρόσλημμα. Στή Γραφή ἡ ᾿Ανάσταση ἀποδίδεται καί στόν Πατέρα224. Τό δόγμα τῆς ᾿Αναστάσεως εἶναι ἀλήθεια πολύ σκληρή διά τή φυσική τοῦ ἀνθρώπου διάνοια. ῾Ο λόγος ταράσσεται στή θύμησή του. ᾿Αλήθεια, πῶς εἶναι δυνατό ν᾿ ἀναστηθεῖ ἀπό τό μνῆμα ἕνα σῶμα νεκρό καί ἀκίνητο; Αὐτό ὅμως πού δέν μπορεῖ ν᾿ ἀποδεχτεῖ ὁ ἀνθρώπινος λόγος, γίνεται ἀποδεκτό ἀπό τή φλογισμένη πίστη πού βλέπει τά πάντα δυνατά στήν παντοδύναμη θεία ἐνέργεια, στήν παντοκρατορική βουλή τοῦ ῾Υψίστου. «῞Οπου γάρ βούλεται Θεός νικᾶται φύσεως τάξις». Καί ἄν αὐτό ἔχει καθολικήν ἰσχύ στή φυσική τάξη τῶν πραγμάτων, στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, στήν ὁποίαν κατοικοῦσε τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς225, στή φύση τή θεοποιημένη καί θεοϋπόστατη, ἡ θεία παντοδυναμία ἦταν κάτι πού ἀνέβλυζεν οἴκοθεν στό θεανθρώπινο θαῦμα, ὥστε ἡ ᾿Ανάσταση τοῦ Κυρίου, τό μέγιστο θαῦμα, νά εἶναι μία φυσιολογική συνέπεια τοῦ χριστολογικοῦ μυστηρίου, τῆς ὑποστατικῆς τῶν φύσεων ἑνώσεως.

Στήν ᾿Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου θάλλει στήν ἀρχέγονή της ὀμορφιά καί εὐγένεια. ῾Η εἰκόνα τοῦ Θεοῦ πού τόση φθορά ὑπέστη στή σήψη τῆς ἀποστασίας, ἀπέβαλε τά αἴσχη τῆς ἁμαρτίας, ἀπετίναξε τή μελάνωση τῆς φθορᾶς, ἀναλαβοῦσα καί πάλι καθαρούς καί ἐράσμιους τούς φωτοειδεῖς χαρακτῆρες της, τούς ὁποίους ἐζόφωσε ἡ βρωμερή πνοή τοῦ ἀρχαίου δράκοντα226. ῾Η θέωση στήν ἀφθαρτοποιημένη σάρκα τοῦ Κυρίου καθορᾶται στίς πλήρεις καί τέλειες διαστάσεις της. Τό πλάσμα ἐγκαθίσταται ἀμετακίνητα πλέον στόν Θεό, φωσφορίζον στή δόξα τῆς Τριάδος, ὁμόθρονο μέ τή θεότητα, ἀπό τήν ὁποίαν διαπερᾶται καί φλογίζεται. ῾Η ᾿Ανάσταση εἶναι ἡ θεοποίηση τοῦ καθαρμένου ὄντος!

῾Η ᾿Ανάσταση εἶναι ἡ γιορτή τῆς ᾿Ορθοδοξίας πού ἐκφράζει ὅσο τίποτε ἄλλο τή χριστόμορφη οὐσία της. Τή γιορτή αὐτή οἱ ᾿Ορθόδοξοι πανηγυρίζουν μέ κύματα ἱεροῦ ἐνθουσιασμοῦ καί ἑόρτιας χαρᾶς. Γι᾿ αὐτούς τό ὑπερφυές γεγονός εἶναι «ἑορτῶν ἑορτή καί πανήγυρις πανηγύρεων»227. Εἶναι ἡ γιορτή τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀνθρώπων, τό πανηγύρι τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς. Σ᾿ αὐτήν τά πάντα εἶναι φωτοειδῆ καί φωτόμορφα, λάμπουν στή θεοείδεια τῆς ἀνακαινισμένης φύσεως. Γῆ καί οὐρανός συγχορεύουν στό ἀπερινόητο θαῦμα, εὐφραίνονται στή σωτήρια ἀκτίνα τῆς θείας εὐδοκίας. Τίποτε τό σκιερόν δέν ὑπάρχει σ᾿ αὐτήν. ῞Ολα εἶναι φῶς228 στό ἀναστημένο θαῦμα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καί τῆς Παρθένου. ῾Η ᾿Ανάσταση εἶναι τό Πάσχα τό μέγα καί ἱερότατο, ἡ διάβαση ἀπό τήν πικρή περιοχή τῆς δουλείας τοῦ διαβόλου, στή γῆ τοῦ Θεοῦ «τήν ρέουσαν μέλι καί γάλα». Εἶναι δέ ἡ ᾿Ανάσταση τό Πάσχα πού περνάει πιασμένο χέρι - χέρι μέ τό Πάσχα τοῦ σταυροῦ, τό «σταυρώσιμο Πάσχα». Σταυρός καί ᾿Ανάσταση εἶναι τά δύο φωτεινά σήμαντρα τῆς λυτρώσεως, πού ὁ Θεός θέλησε νά περάσει ἀπό τόν Γολγοθᾶ καί τό ἀνοικτό μνημεῖο τῆς ῾Ιερουσαλήμ. Σ᾿ αὐτά βρίσκουν τό νόημά τους ἄγγελοι καί ἄνθρωποι, τά δημιουργηθέντα ὄντα καί ἡ κτίση ὁλόκληρη. ᾿Αλήθεια, πόσο χαμηλός καί ἐπιπόλαιος πρέπει νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος, πού, παρά τό ὑπέροχο θαῦμα τῆς ζωῆς, προσπαθεῖ νά νοηματοδοτήσει τή ζωή του στά ἄχυρα καί τά σκουπίδια τῆς φθορᾶς· πού ἐξακολουθεῖ νά χαράζει τό δρόμο του ἐνάντια στήν ἀλήθεια, στή σκοτεινή περιοχή τοῦ θανάτου, ὄν δυστυχισμένο καί ἄρριζο, πού ποτέ δέν βάζει μυαλό ἀπό τήν κόλαση καί τή φρίκη τοῦ ὑπαρξιακοῦ χαλασμοῦ τῆς ζωῆς του!
Read More ->>

11:12 AM

31 - Άρθρον τέταρτον

0 comments



ΑΡΘΡΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ

«Σταυρωθέντα τε ὑπέρ ἡμῶν ἐπί Ποντίου Πιλάτου καί παθόντα καί ταφέντα».

Στό ἄρθρο αὐτό ἡ Σύνοδος διατυπώνει σέ λίγες λέξεις (τρεῖς μετοχές ἀορίστου) τό ἱλαστήριο πάθος καί τήν ταφή τοῦ Κυρίου.

῞Οπως καί στά προηγούμενα εἴπαμε, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔγινεν ἄνθρωπος, γιά νά σώσει τόν κόσμον ἀπό τήν ἁμαρτία καί τόν αἰώνιο πνευματικό θάνατο.

῾Ο Χριστός ἦταν ὁ σωτήρας τοῦ κόσμου. ῎Εσωσε τό γένος τῶν ἀνθρώπων, ἀσκώντας τό τρισσό λυτρωτικό του ἀξίωμα, ὡς προφήτης, ἀρχιερέας καί βασιλέας.

῾Ως προφήτης ὁ Χριστός ἀναδείχτηκε ὁ μέγιστος διδάσκαλος τῆς ἀνθρωπότητος, φανερώσας τή θεία ἀλήθεια στόν σκοτισμένο ἀπό τήν ἁμαρτίαν ἄνθρωπο καί ἀποδιώξας τήν ἀχλύ τῆς πλάνης πού πυκνή θόλωνε τό πνεῦμα του. ῾Ο Χριστός ἀπεκάλυψε τή λυτρωτική θεία ἀλήθεια στό ἀποστατημένο πλάσμα του, τοῦ ὁποίου τό πνεῦμα καλυμμένο μέ τό ψεῦδος τῆς εἰδωλικῆς ἀποπλανήσεως, ἐλάμπρυνε μέ τό φῶς τῆς ἀληθινῆς θεογνωσίας, ὅπως τήν εἶχε στήν ᾿Εδέμ πρό τῆς παρακοῆς. Παράλληλα ἀναδείχτηκε ὁ μέγιστος τῶν Προφητῶν, ὁ ὁποῖος μιλοῦσε «ὡς ἐξουσίαν ἔχων»196, ἤλεγχε τίς παραβάσεις τοῦ Νόμου καί προφήτευε γιά τό μέλλον τῆς ᾿Εκκλησίας του καί τοῦ κόσμου. Τό διδακτικό ἀξίωμα τοῦ ᾿Ιησοῦ κανένας ποτέ δέν βρέθηκε ν᾿ ἀμφισβητήσει. «Οὐδείς οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος»197, ἦταν ἡ γενική ἐντύπωση πού δημιουργοῦσε στά πλήθη ὁ ἀνεπανάληπτος Διδάσκαλος. Τήν ἀλήθειαν αὐτή κράτησαν καί διαλάλησαν οἱ αἰῶνες. ῾Η διδασκαλία τοῦ Κυρίου οὐδ᾿ ἐπί στιγμήν ἔπαυσε νά φλογίζει καί νά πυρπολεῖ τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων. ῾Ο Χριστός ὑπῆρξεν ὁ κατ᾿ ἐξοχήν Προφήτης, ὁ κατ᾿ ἐξοχήν διδάσκαλος τοῦ κόσμου, ἡ αὐτοαλήθεια καί τό φῶς καί ἡ ζωή198. Στήν ἀλήθειά του καί μόνο μπορεῖ νά βρεῖ ὁ ἄνθρωπος ἐπίλυση τῶν πολλῶν ὑπαρξιακῶν προβλημάτων του, τήν γαλήνευση τῆς ψυχῆς καί τήν εὐδαιμονία του199, τήν ὁποίαν μάταια ψάχνει νά βρεῖ στά ἄχυρα τῶν δικῶν του ἐπιτευγμάτων καί τῶν πενιχρῶν δυνατοτήτων του.

Παράλληλα ὁ Χριστός λύτρωσε τόν κόσμον ὡς ὕψιστος ἀρχιερέας. ῾Η ἀρχιερωσύνη του ἦταν μοναδική καί ἰδιότυπη. ῏Ηταν ἀγενεαλόγητη καί ἀδιάδοχη200. ῞Οπως δέ στήν Παλαιά Διαθήκη προσφέρονταν θυσίες στόν Θεό γιά τήν ἐξιλέωση τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων, ἔτσι καί στή Νέα Διαθήκη ἔπρεπε νά προσφερθεῖ θυσία ἱλαστήρια ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς. Τή θυσία αὐτή ἐπρόσφερε ὁ Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστός. ᾿Ενῶ δέ οἱ θυσίες τῆς παλαιᾶς οἰκονομίας ἦσαν θυσίες εἰκονικές καί προτυπωτικές τῆς μεγάλης θυσίας τοῦ σταυροῦ (κυρίως ἡ θυσία τοῦ Πασχαλίου ᾿Αμνοῦ), ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἡ ἐκπλήρωση τῆς παλαιᾶς προτυπώσεως, ἡ θυσία ἡ ἀληθινή πού λύτρωσε πραγματικά τόν κόσμον ἀπό τό κράτος τῆς φθορᾶς καί τοῦ αἰωνίου θανάτου. Στήν Π. Διαθήκη προσφέρονταν στόν Θεό ζῶα ἄλογα, μέ τή χύση τοῦ αἵματος τῶν ὁποίων πιστευόταν ὅτι ἐπραγματοποιεῖτο ἡ ἐξιλέωση τοῦ Θεοῦ. ᾿Εδῶ προσφέρθηκε θυσία λογική, τό πανάγιο τοῦ Θεανθρώπου αἷμα201, τό ὁποῖο πραγματικά ἐξιλέωσε τόν οὐράνιο Πατέρα. Στό σταυρό θύτης καί θύμα ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Καί ὡς μέν ἄνθρωπος ὑφίστατο τό πάθος καί τό θάνατο· ὡς Θεός δέ, προσέδιδε στή θυσία του ἄπειρη λυτρωτική ἀξία καί δύναμη. Αὐτό ἦταν ἀκριβῶς τό θαῦμα τῆς ἀπειρόσοφης θείας βουλῆς. ῾Η ἰδέα ὅτι ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ προσφέρθηκε γιά νά ἱκανοποιηθεῖ ἡ τρωθεῖσα ἀπό τήν ἁμαρτία τιμή τοῦ Θεοῦ, δέν εἶναι σωστή. ῾Η τιμή τοῦ Θεοῦ βρίσκεται ὑπεράνω κάθε εἴδους προσβολῆς· οὔτε δέ ὁ Θεός μοιάζει μέ ἐμπαθῆ ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ζητᾶ ἐκδίκηση καί ἱκανοποίηση γιά τήν προσβληθεῖσα τιμή του. ῾Η θυσία τοῦ Χριστοῦ προσφέρθηκε ἐλεύθερα στόν Πατέρα ὡς ἔκφραση τῆς ὑπέρτατης ἀγάπης καί ὑπακοῆς τοῦ σαρκωμένου Λόγου του γιά τή λύτρωση τοῦ πλάσματος πού μέ τήν παρακοή του ἐκτροχιάστηκε ἀπό τήν ἀληθινή πορεία του καί ἔχασε τόν προορισμό του. ῾Ο Θεός δέν ζήτησε τή θυσία αὐτή· ἀλλ᾿ ὅταν προσφέρθηκε ἐλεύθερα ἀπό τόν Υἱό, τήν ἀποδέχτηκε, εὐδοκήσας σ᾿ αὐτήν καί ἀγαπήσας εἰς τέλος τόν Υἱόν!

Τόσον ἡ ἁμαρτία τοῦ Προπάτορα, ὅσο καί οἱ προσωπικές ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων, ἐπίεζαν ἀσφυκτικά τό γένος, ἡ ἀτομική καί ἡ συλλογική ἐνοχή τοῦ ὁποίου τό καθιστοῦσαν ὑπόδικο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ἄξιο τιμωρίας αἰώνιας. ῎Αν ὅμως αὐτό γινόταν, ὁ κόσμος δέν θά μποροῦσε ν᾿ ἀντέξει τήν τιμωρό δικαιοσύνη καί τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ. Θ᾿ ἀφανιζόταν. Γιά νά μή συμβεῖ ὅμως αὐτό, ἔπρεπε νά βρεθεῖ κάποιος πολύ δυνατός ν᾿ ἀναλάβει στά στιβαρά χέρια του τήν ὑπόθεση τοῦ χαμένου ἀνθρώπου. Αὐτός ἦταν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος πῆρε τήν ἀνθρώπινη σάρκα, μέ σκοπό νά βοηθήσει τό ὑπόδικο πλάσμα του. ῏Ηταν ὁ ἀντιπρόσωπος ὁλόκληρου τοῦ γένους, ὁ ὁποῖος πῆρε ἀπάνω του τό δράμα τοῦ παραστρατημένου κόσμου, ἀνέλαβε ὁλόκληρο τό βάρος τῆς ἀνθρώπινης ἐνοχῆς, τίς ἁμαρτίες τῶν ἐνόχων, καί τιμωρήθηκε αὐτός γιά τήν ἐνοχή ἐκείνων202. ῎Εδωσε λύτρο τήν ψυχή του203 γιά τήν ἐξαγορά τῶν δουλωμένων στήν ἁμαρτίαν ἀνθρώπων. Τό λύτρον φυσικά δέν δόθηκε στό διάβολο204 γιά ν᾿ ἀφήσει αὐτός ἐλεύθερες τίς ψυχές, πού κατεῖχε στή σκοτεινή του ἐπικράτεια. ῾Ο διάβολος κανένα νομικό δικαίωμα ἐξουσίας δέν εἶχε πάνω στά λογικά πλάσματα τοῦ Θεοῦ. Μόνον ἠθικήν ἐξουσίαν ἀσκοῦσε σ᾿ αὐτά καί τίποτε περισσότερο. ῏Ηταν σφετεριστής ξένης ἰδιοκτησίας, τύραννος ἀνθρώπων πού κατώρθωσε νά ἐξαπατήσει καί νά ὑποτάξει στό ζυγό τῆς σατανικῆς κακουργίας του. Οὔτε πάλι τήν προσφορά τοῦ αἵματος τοῦ Υἱοῦ τή ζήτησε ὁ Πατήρ γιά νά συγχωρήσει τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο. ῾Ο Θεός δέν ἀρέσκεται σέ αἵματα, πολύ δέ ὀλιγότερο στό αἷμα τοῦ Υἱοῦ του. Δέν εἶναι Θεός αἱμάτων ἡ πανακήρατη καί πανάσπιλη φύση. ᾿Αλλά τό αἷμα ἐκεῖνο, στή χύση τοῦ ὁποίου συνέκλινε τό ἀπόρρητο μυστήριο τῆς προαιώνιας θείας βουλῆς, ἔγινε δεκτό ἀπό τόν οὐράνιο Πατέρα ὡς ὑπερστάθμισμα τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἐνοχῆς ὅλων τῶν ἀνθρώπων.

῾Ο Χριστός ἐπάνω στό σταυρό ἔπλυνε μέ τό πανάγιο αἷμα του τό αἶσχος καί τή βρομερότητα τῆς ἁμαρτίας, ἐκαθάρισε τή φύση ἀπό τά ράκη τῆς φθορᾶς, τήν ἔκανε νά λάμπει στήν ἀλλοτινή της αἴγλη καί εὐγένεια. ᾿Ανέδειξε τό πλάσμα στίς γνήσιες διαστάσεις του, τό τοποθέτησε στό αὐθεντικό βάθρο του. Στό σταυρό ὁ Κύριος διεπόμπευσε τίς σατανικές δυνάμεις τῆς ἀποστασίας205. ᾿Εξευτέλισε τό κράτος τοῦ ἐχθροῦ. Συνέτριψε καί κατήργησε τό διάβολο. ῎Εσχισε τό χειρόγραφο τῆς ἁμαρτίας206, τή συναλλαγματική τοῦ θανάτου πού ὑπέγραψε μέ τό χέρι της ἡ Εὔα στήν ᾿Εδέμ. Μέ τό πανάγιο αἷμα του ἀπάλειψε τήν ὑπογραφή τῆς αἰσχύνης, πληρώνοντας ὁ ἴδιος τό βαρύτατο χρέος. Μέ τά ἁπλωμένα στό σταυρό χέρια του «ἥνωσε τά τό πρίν διεστῶτα». ῾Ως μεσίτης μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων ἀπέκτεινε τήν ἔχθρα207 πού ἐδημιούργησεν ἡ ἁμαρτία, ἕνωσε τά διϊστάμενα μέρη (Θεόν καί ἄνθρωπον), συμφιλίωσε τό πλάσμα μέ τόν Πλάστη του, ἔκαμε τόν παραβάτη καί πάλι φίλο καί υἱόν Θεοῦ ἀγαπητό. Στό σταυρό ἑνώθηκαν γῆ καί οὐρανός. Στό ξύλο τῆς ὑπακοῆς ἡ γῆ ἀνυψώθηκε στόν οὐρανό, ἔγινε βασιλεία Θεοῦ, χώρα τῆς χαρᾶς καί τῆς δικαιοσύνης.

Τό ἱερό σύμβολο λέγει, ὅτι ὁ Χριστός ἔπαθε «ὑπέρ ἡμῶν» ἐπί Ποντίου Πιλάτου. ῾Η μνεία τοῦ Ρωμαίου ἡγεμόνα τῆς Παλαιστίνης δέν καταχωρήθηκε «εἰκῇ καί ὡς ἔτυχεν». Μέ τό ὄνομα αὐτό ἡ Σύνοδος θέλησε νά τονίσει τήν ἱστορικότητα τοῦ σταυρικοῦ πάθους τοῦ Κυρίου, τή χρονική στιγμή τῆς θείας οἰκονομίας, νά προλάβει ἴσως τίς ἐπιθέσεις τῶν ἀρνησιχρίστων, οἱ ὁποῖοι ἔμελλαν νά φθάσουν στό σημεῖο νά ἀρνηθοῦν καί αὐτήν ἀκόμη τήν ἱστορικότητα τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο Πιλᾶτος ὑπῆρξε μιά τραγική ἀνθρώπινη φυσιογνωμία. ῾Η ζωή του βρέθηκε στήν τροχιά τοῦ μαρτυρικοῦ πάθους τοῦ Χριστοῦ. ῾Η πρόνοια τοῦ Θεοῦ τόν ἔταξε νά δικάσει τόν ᾿Ιησοῦ. Τοῦ δόθηκε ἡ σπάνια εὐκαιρία νά γράψει τό ὄνομά του στίς πιό λαμπρές σελίδες τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου. Φάνηκε ὅμως λίγος γιά μία τόσο μεγάλη στιγμή. Δέν ἦταν ὁ ἄνθρωπος ὁ ἄξιος γιά ἕνα τόσο μεγάλο ἐγχείρημα. Αὐτά φυσικά γράφουμε, ἀποβλέποντες αὐστηρά στήν ὑποκειμενική τοποθέτηση τοῦ Πιλάτου στό γενικότερο πλέγμα τοῦ μυστηρίου τῆς θείας οἰκονομίας. ῾Ο Πιλᾶτος ἦταν ὁ δικαστής ὁ ἐντεταλμένος στήν αὐστηρή τήρηση τοῦ νόμου καί τήν ἀπονομή δικαιοσύνης καί ὁ μόνος ὑπεύθυνος γιά τήν ὅποια ἔκβαση τῆς περιπέτειας τοῦ Κυρίου. ᾿Εγνώριζε ὅτι τήν καταδίκη τοῦ Χριστοῦ ζητοῦσαν οἱ ῾Εβραῖοι «διά φθόνον»208 καί πίστευε στήν ἀθωότητα τοῦ ὑποδίκου, στόν ὁποῖον «οὐδεμίαν αἰτίαν εὕρισκεν»209. ῾Η σύζυγός του τόν εἶχεν εἰδοποιήσει σχετικά210
Read More ->>

11:11 AM

30 - Άρθρον τρίτον

0 comments


ΑΡΘΡΟΝ ΤΡΙΤΟΝ

«Τόν δι᾿ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καί σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου καί ἐνανθρωπήσαντα».

᾿Ενῶ στό προηγούμενο ἄρθρο ἡ Σύνοδος διετύπωσε τή μεταφυσική πλευρά τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τήν ἰδιότητά του ὡς Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ (τήν ὑποστατική θέση του στήν ἐσωτερική Τριάδα) καί μέ σκοπό νά ἀποκρούσει τά αἱρετικά φληναφήματα τοῦ ᾿Αρείου, στό παρόν ἄρθρο διατυπώνει τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ ὡς σαρκωμένου Λόγου, πού ἀποσκοποῦσε στή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, χωρίς νά παραλείψει νά τονίσει καί τή σύσταση τοῦ θεανδρικοῦ προσώπου του. Τό ἄρθρο αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό, ἐξυπακούει δέ πολλές ἄλλες ἐπί μέρους πτυχές τοῦ χριστολογικοῦ δόγματος, τίς ὁποῖες θά προσπαθήσουμε νά δοῦμε, σέ βασικές πάντοτε γραμμές, στή συνέχεια τῆς ἐκθέσεώς μας.

῾Η πρώτη μεγάλη χριστολογική ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου ἔγινε γιά μᾶς τούς ἀνθρώπους καί γιά τή δική μας σωτηρία.

Περί τίνος ὅμως πρόκειται; Ποιό μεγάλο κίνδυνο διέτρεχε ἡ ἀνθρωπότητα, ὥστε νά ἔχει ἀνάγκη σωτηρίας;

Τόν κίνδυνο αὐτό συνιστᾶ ἡ ἁμαρτία πού γεννήθηκε ἀπό τήν ἀποστασία τοῦ γενάρχη, ἡ ὁποία –σέ περίπτωση πού παραμείνει– ἐγκυμονεῖ τόν αἰώνιο πνευματικό θάνατο. Διότι ἡ ἁμαρτία εἶναι φθορά τῆς φύσεως. Μέ αὐτή χάλασε ἐκεῖνο πού τόσο ὄμορφα ἔπλασεν ὁ Θεός. Εἶναι τό δηλητήριο τῆς ὑπάρξεως. ᾿Απέκοψε τό δημιούργημα ἀπό τίς ζωτικές ρίζες του καί τό παρέδωσε στή νέκρωση. Ξέφτισε τή φύση, τήν παραμόρφωσε, ἀφοῦ τήν ἀπομάκρυνε ἀπό τόν Θεό, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τήν ὀμορφιά καί τό κάλλος της. ῾Η ἁμαρτία ὑπῆρξε τό μεγάλο σφάλμα, τό τεράστιο ψεῦδος, τό πλάνεμα καί ἡ ἀποδιοργάνωση τοῦ πλάσματος πού ἦταν προορισμένο νά ζεῖ καί νά μένει στήν ἀλήθεια. ᾿Επέφερε τόν ἐκτροχιασμό τῆς πλασμένης φύσεως, τήν τοποθέτησή της σέ μιά ἄλλη ἀφύσικη τροχιά, πού ὁδηγεῖ στή δυστυχία καί τόν ὄλεθρο. ᾿Αφοῦ ξέκοψε ἀπό τόν Θεόν ὁ ἄνθρωπος, παραδόθηκε σέ ἄλλες ἀντίθεες δυνάμεις. ῾Υποβλήθηκε στό ζυγό τῆς φυσικῆς καί πνευματικῆς δουλείας131, πού καταθλίβει ὅ,τι ὄμορφο καί ὡραῖο βγῆκε ἀπό τήν ἀλήθεια καί τήν ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ. ῾Η ἁμαρτία εἶναι ἡ νύχτα τοῦ ὄντος· ὁ μηδενισμός (τό ἄδειασμα) τῆς ὑπάρξεως, τό ὀντικό ψεῦδος καί ἡ ἀναλήθεια.

Στό ψεῦδος αὐτό περιελθών ὁ ἄνθρωπος ἔχανε τήν ὑπόθεση τῆς ὑπάρξεώς του. ᾿Αλλά καί ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ ἐπλήττετο, ἀφοῦ τό πλάσμα τῆς ἀπειρόσοφης θείας βουλῆς ἀστοχοῦσε στήν ἰδέα καί τόν προορισμό του. Πῶς σέ ἕνα τέλειο, σοφό καί παντοδύναμο Πλάστη ἀστοχεῖ μιά κορυφαία ἰδιότητά του; Αὐτό σέ τελική ἀνάλυση δέν ἀναιρεῖ καί τήν ὑπόθεση τοῦ Θεοῦ; ῏Ηταν ἀνάγκη, λοιπόν, νά σωθεῖ τό πλάσμα ἀπό τήν καταστροφή του, νά ἐπανεύρει τήν ἀλήθειά του, νά κερδίσει τό λόγο του πού τόσο ἀσυλλόγιστα ἔχασε στό περιβόλι τῆς παρακοῆς. Πῶς ὅμως θά γινόταν αὐτό; ῾Ο πεσμένος ἄνθρωπος δέν μποροῦσε νά γυρίσει αὐτοδύναμα στόν κῆπο τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης, ὅπου ἡ φύση του ἔστιλβε ἀπό εὐγένεια, ντυμένη στά δῶρα τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης, τήν ἀλήθεια, τήν καθαρότητα, τήν ἀθανασία, τήν ἀλυπία καί ἀμεριμνησία, τήν εὐθύτητα, τήν ἀθωότητα, τήν ἀκακία. ῾Ο Παράδεισος ἦταν ἑρμητικά κλειστός γι᾿ αὐτόν. ῾Η ρομφαία τοῦ ἀγγέλου ἐμπόδιζε τήν εἴσοδο132. ῎Επρεπε κάποιος ἄλλος νά σπεύσει σέ βοήθειά του. Αὐτός ὅμως ὁ ἄλλος δέν ὑπῆρχε στό φυσικό πεδίο τῆς κτίσεως. Οὔτε τά ἄϋλα πνεύματα τοῦ Θεοῦ, οἱ ἄγγελοι, εἶχαν μιά τέτοια δυνατότητα, γιατί καί αὐτά ἦσαν ὄντα κτιστά, πλάσματα πεπερασμένα. ῾Ο μόνος πού μποροῦσε νά λυτρώσει τήν πεσμένη φύση ἦταν ὁ ἴδιος ὁ πλάστης της, ὁ ἀγαθός, ὁ σοφός καί ὁ παντοδύναμος δημιουργός της. Αὐτός πού ἀγαποῦσε πραγματικά τό ἀποστατημένο πλάσμα του, γνώριζε τόν τρόπο καί διέθετε τή δύναμη νά τό λυτρώσει. ᾿Αλλά ὄχι μονάχα ὁ Θεός, γιατί μιά τέτοια ἐνέργεια μονομερής θά φαλκίδευε τήν ἀλήθεια τῆς λυτρωτικῆς θείας ἐνέργειας καί θ᾿ ἀδικοῦσε καί τό ἴδιο τό πλάσμα, τοῦ ὁποίου θά κερμάτιζε τή φύση. ῎Επρεπε στό ἔργο τῆς σωτηρίας νά μπεῖ καί ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος. ῎Επρεπε τό ὄν πού θά πετύχαινε τή λύτρωση νά μήν εἶναι μόνο Θεός, ἀλλά καί ἄνθρωπος· νά εἶναι Θεάνθρωπος. ῎Ετσι ἡ λύτρωση θά ἦταν ἔργο δίκαιο, στό ὁποῖο θά σωζόταν ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ (ἡ ἠθική καί ἔλλογη ἐνέργειά του), ἀλλά καί τό πλάσμα θά μετεῖχε σέ μιά τόσο σημαντική ὑπόθεσή του. Στό δίδυμο, λοιπόν, Θεοῦ καί ἀνθρώπου θά διδόταν ἡ κραταιά μάχη, θά ἐκπορθεῖτο δίκαια ἡ δύναμη τοῦ ἐχθροῦ, θά καταστρεφόταν ἡ ἁμαρτία καί τό πλάσμα θά εἶχε κάποια σεμνή καύχηση στή λυτρωτική ἀγάπη καί σοφία τοῦ πλαστουργοῦ του.

῾Ο Θεός, λοιπόν, ἦλθε στή γῆ γιά μᾶς τούς ἀνθρώπους καί γιά τή δική μας σωτηρία. ῾Η δήλωση τοῦ Συμβόλου εἶναι σαφής καί κατηγορηματική. ῾Η σάρκωση τοῦ Λόγου ἦταν ἐμπροϋπόθετη. Σάν προϋπόθεσή της εἶχε τή λύτρωση τοῦ κόσμου ἐκ τῆς ἁμαρτίας. ῎Αν ὁ ἄνθρωπος δέν ἁμάρτανε, δέν θά ὑπῆρχε φυσικά λόγος τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως. ῾Ο πρωτόπλαστος θά συνέχιζε ἤρεμα τή ζωή του στούς κόλπους τῆς θείας χρηστότητος καί ἀγαθωσύνης καί, μέ τή βοήθεια τῆς θείας χάριτος, θά γινόταν «κατά χάριν» θεός, μέ τήν παγίωσή του στό ἀγαθό καί τό ἅγιο θέλημα τοῦ Πλάστη του. Κάτι παρόμοιο εἶχε συμβεῖ προηγούμενα στά ἀγαθά πνεύματα. Φυσικά τό δυναμικό αὐτό τέλος τῆς φύσεως ἀνέκοψεν ἡ ἁμαρτία, ἀνέλαβε δέ νά τό φέρει εἰς πέρας ὁ ἴδιος ὁ Θεός ντυμένος τόν ἄνθρωπο. Δέν νομίζουμε, ὅτι εἶναι σωστή ἡ θεολογική γνώμη πού διατυπώθηκε σέ ὁρισμένο θεολογικό ρεῦμα σκέψεως στήν ἀρχαία ᾿Εκκλησία, κατά τό ὁποῖον ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου ἦταν ἀπροϋπόθετη, θά γινόταν δηλαδή οὕτως ἤ ἄλλως, ἔστω κι ἄν δέν ἁμάρτανε ὁ ἄνθρωπος, ὡς πλήρωση αὐτοῦ καί τῆς δημιουργηθείσης κτίσεως133.

«Κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καί σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου».

῾Ο Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ «κατῆλθεν ἐκ τῶν οὐρανῶν». Μιά πολύ ἀνθρώπινη ἔκφραση. ῾Ο Λόγος κινήθηκε ἀπό τή θέση του, μετατοπίστηκε ἀπό τόν οὐρανό, κατέβηκε στή γῆ! Οἱ φράσεις αὐτές εἶναι οἰκεῖες στά φυσικά δημιουργήματα, τά ὁποῖα ἀλλάζουν συνεχῶς θέση κινούμενα στό χῶρο, ἐπειδή εἶναι ὄντα ἔνυλα καί κτιστά. Δέν μποροῦν ὅμως νά ἔχουν θέση στόν ἀναφῆ Θεό, πού εἶναι πνεῦμα ἀπόλυτο, ἀπαλλαγμένο ἀπό κάθε ἔννοια φυσικῆς συνθέσεως καί περατότητος. ῾Ο Θεός δέν κινεῖται, ἀφοῦ ὁ ἴδιος πληροῖ τά πάντα καί δέν περιορίζεται στό κτιστό σύμπαν. ῾Η φράση τοῦ Συμβόλου ἔχει ἔννοια τροπική. ῞Οπως δηλαδή τά κτιστά ὄντα ἀλλάζουν καταστάσεις καί μεταβάλλονται, ἔτσι καί στό Λόγο τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐνανθρώπησή του κάτι συνέβη, κάτι ἄλλαξε. Δέν ὑπέστη φυσικά τοπική μετάσταση οὔτε μετακινήθηκε ἀπό τό θεοπρεπές του ἀξίωμα. ῾Η θεία ἐνανθρώπηση δέν ἦταν «μετάστασις τοπική», ἀλλά «συγκατάβασις θεϊκή»134. ῾Ο Λόγος, χωρίς νά ὑποστεῖ οὐσιαστική μεταβολή, προσέλαβε κάτι πού δέν εἶχεν ὡς τήν ὥρα ἐκείνη. ῎Εγινεν ἄνθρωπος καί συναναστράφηκε μέ τούς ἀνθρώπους. Μπῆκε σέ μιά καινούργια φάση ζωῆς. Αὐτή τήν ἔννοια εἶχε ἡ θεία του κένωση· τό ἄδειασμα ἀπό τήν ἀρχαία δόξα του, μέ τήν ἔννοιαν ὅτι στό πεδίο τῆς ἔγχρονης ζωῆς του ἡ τριαδική δόξα τῆς θείας του φύσεως κρυβόταν πίσω ἀπό τό παραπέτασμα τῆς σάρκας τήν ὁποίαν προσέλαβε, ἀθέατη στούς σωματικούς τῶν ἀνθρώπων ὀφθαλμούς. Μόνον ἔμμεσα φαινόταν ἡ δόξα τῆς τριαδικῆς του ἐνέργειας σέ ὅσα σημεῖα ὁ Θεάνθρωπος ἐπίστωνε τήν ἄπειρη θεία φύση του (στά θαύματα κυρίως), ἄμεσα δέ, καί στό μέτρο τῆς φυσικῆς δεκτικότητος τοῦ πλάσματος, στό ῎Ορος Θαβώρ135, ὅπου ἡ δόξα του κατέλαμψε τούς σωματικούς ὀφθαλμούς τῶν μαθητῶν καί κατηύγασε τή φύση, ἐπισκιάσασα καί αὐτήν ἀκόμη τοῦ ἡλίου τή λαμπρότητα! ῾Η κένωση σήμαινε τήν εἴσοδο τοῦ Λόγου στό πεδίο τῆς ἱστορικῆς ζωῆς. Τήν εἴσοδο σέ μιά ζωή ταπεινώσεως, γεμάτη πόνο καί ὀδύνη. Αὐτό δέν εἶναι σχῆμα λόγου. Εἶναι ἡ ἀλήθεια καί ἡ πραγματικότητα τῆς νέας ζωῆς, τήν ὁποίαν ὁ Λόγος συμμεριζόταν μέ τήν ἀναληφθεῖσα σάρκα του. Στή συνέχεια θά δοῦμε τήν ἔννοια τῶν λόγων αὐτῶν. Στό θαῦμα τῆς κενώσεως136 ἀποτυπώνεται ἡ ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὑπερβαίνουσα «πάντα νοῦν», ἡ θεία ἀγαθωσύνη πού γιά μᾶς εἶναι τό μεγάλο αἴνιγμα, τό «ἄφραστον θαῦμα»137, πού δέν μπορεῖ νά μετρηθεῖ μέ τή φτωχή μας διάνοια.
Read More ->>

11:09 AM

29 - Άρθρον δεύτερον

0 comments


ΑΡΘΡΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ

«Καί εἰς ἕνα Κύριον ᾿Ιησοῦν Χριστόν, τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ τόν μονογενῆ, τόν ἐκ τοῦ Πατρός γεννηθέντα πρό πάντων τῶν αἰώνων. Φῶς ἐκ φωτός, Θεόν ἀληθινόν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι᾿ οὗ τά πάντα ἐγένετο».

᾿Από τό ἄρθρο αὐτό μέχρι καί τό ἕβδομο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως ἐκτίθεται στά βασικά της σημεῖα ἡ πίστη τῆς ᾿Εκκλησίας στό πρόσωπο καί τό ἔργο τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Παρέχεται στίς γενικές της γραμμές ἡ Χριστολογία, πού ἀναμφισβήτητα εἶναι τό σπουδαιότερο κεφάλαιο τῆς ᾿Ορθόδοξης Δογματικῆς. Καί τοῦτο γιατί ὁ Χριστός, ὁ ἄπειρος Λόγος τοῦ Πατρός ἑνωμένος μέ τή φύση τοῦ πλάσματός του, δέν εἶναι μονάχα τό ὄργανο διά τοῦ ὁποίου ὁ Θεός ἐδημιούργησε τόν κόσμο, ἀλλά καί ὁ εἰσηγητής τῆς ἀπολυτρώσεως τοῦ πεπτωκότος στήν ἁμαρτίαν ἀνθρώπου. ῎Ας δοῦμε κάπως λεπτομερέστερα τά πράγματα.

῾Η πτώση τοῦ ἀνθρώπου εἶχεν ἐπιφέρει –ὅπως ἤδη ὑπεδηλώσαμε– καθολικήν ἀχρείωση τῆς φύσεως. ῾Ο ἄνθρωπος ἀποκομμένος ἀπό τίς φυσικές ὀντολογικές ρίζες του, κουβαλοῦσε μέσα του τή νέκρωση, τόν πνευματικό θάνατο. ῎Εχασε τή χάρη τοῦ Πλάστη του, ἡ ὁποία κρατοῦσε καί ὀμόρφαινε τή ζωή του. Εἶχε καταντήσει ἄσκοπος στήν πλάση, ἕνα ὑπαρξιακό μηδενικό χωρίς νόημα καί σκοπό. ῾Η ἁμαρτία, σάν μιά τεράστια φωτιά ἔζωνε στίς καυτές φλόγες της τό γένος, κατατρώγοντας ἀνελέητα τίς φθαρμένες σάρκες του. Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, ἡ ἐλεεινότητα τῆς ἁμαρτίας προσελάμβανε διαστάσεις ἐκρηκτικές101. ῾Ο ἄνθρωπος στέναζε κάτω ἀπό τήν πίεση τῆς πικρῆς κακοδαιμονίας του. Τά ἀγριεμένα πάθη καί ἡ κακότητα τῆς ξεπεσμένης φύσεως ὄργωναν ἀνεμπόδιστα καί μετέτρεπαν σέ καυτή κόλαση τή ζωή του. Μοιάζοντας μέ καράβι πού εἶχε χάσει τόν προσανατολισμό του, κλυδωνιζόταν στήν ἀφρισμένη θάλασσα τοῦ βίου. ῎Επαυσε νά ἐλπίζει στή σωτηρία του μέ βάση τίς ἐνδογενεῖς δυνάμεις τῆς φύσεως καί τῆς ἱστορίας του. ῏Ηταν «πεπραμένος» (πουλημένος) στήν ἁμαρτία102. Μή ἔχοντας δέ κανένα ἄλλο στήριγμα, ἡ πονεμένη ψυχή του ἀναζητοῦσε τό θαῦμα· στρεφόταν στόν οὐρανό, ζητώντας ἀπό ἐκεῖ οἶκτο καί συμπάθεια. Ζητοῦσε ἀπό τόν Θεό, τόν ὁποῖο τόσο ἀλόγιστα ἐγκατέλειψε, λύση τοῦ θλιβεροῦ δράματος τῆς ὑπάρξεώς του.

῾Ο Θεός φυσικά δέν ἄφησε τό πλάσμα του ἔρημο στήν τραγικότητα τῆς ζωῆς του. Δέν ἐπιμέτρησε τή δικαιοσύνη του στή βάση τοῦ ἀδικήματος τοῦ πλάσματος. Κάτι τέτοιο θά σήμαινε τήν ἐξαφάνιση τοῦ τελευταίου103. ᾿Απαντώντας μέ συμπόνια στήν ἀπόνοια τῆς ξεπεσμένης φύσεως, ἐφρόντισε νά διατηρεῖ, ὅσο ἦταν δυνατό, ἀναμμένα τά ζώπυρα τῆς φθαρμένης συνειδήσεως τοῦ παραβάτη, καλλιεργώντας μέσα της τήν ἰδέα τῆς ἀληθινῆς μονοθεΐας καί παρέχοντας τό νόμο του σάν ρυθμιστή τῆς ζωῆς τοῦ λαοῦ του, τόν ὁποῖον ὅρισε σάν θεματοφύλακα τοῦ πνεύματος τῆς ἀληθινῆς θρησκείας, σ᾿ ἕνα περιβάλλον εἰδωλολατρικό πού μαστιζόταν ἀπό τήν ἠθική σήψη καί τήν ἀγνωσία τῆς πλάνης. Τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἄν καί ἐλλιπῶς, δούλευε στήν παλαιά ἐποχή, ἑτοιμάζοντας μέ τό Νόμο καί τό προφητικό κήρυγμα τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων γιά νά δεχτοῦν τήν ἄνω βοήθεια, ὅταν θά ἔφθανε ὁ κατάλληλος πρός τοῦτο καιρός. Παράλληλα καί ὁ σπερματικός λόγος104 δούλευε στίς ψυχές τῶν ἐθνικῶν, φωτίζοντας ἀμυδρά τή διάνοια τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου γιά τήν ἀποδοχή τοῦ σωστικοῦ μηνύματος τῆς θείας ἀποκαλύψεως.

῞Ολο αὐτό τό προπαρασκευαστικό ἔργο τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ κατέληγε στό «πλήρωμα τοῦ χρόνου»105, δηλαδή τόν κατάλληλο καιρό πού ὑπῆρχε στό ἀπειρόσοφο σχέδιο τῆς θείας βουλῆς γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. ῾Ο χρόνος δέ αὐτός ἔφθασε, ὅταν τό ὓ῏ἣὰὃ῟ἣ Ιἣἆὸἶἂ῟ἣ ἐδέσποζε ἐπί τοῦ τότε κόσμου μέ αὐτοκράτορα τόν ᾿Οκταβιανό Αὔγουστο, καί τήν Παλαιστίνη ὑποτελῆ στήν ἐξουσία του. Περιττό νά σημειώσουμε, ὅτι ἡ Ρωμαϊκή αὐτοκρατορία μέ τή συμπαγῆ πειθαρχία καί τήν τάξη της, μέ τό ἑνοποιητικό ἔργο της καί τή διευκόλυνση τῆς πληθυσμιακῆς καί πνευματικῆς ἐπικοινωνίας τῶν λαῶν καί μέ ἐπίκεντρο τή συγκρητιστική ἀνάλυση θρησκειολογικῶν καί ἄλλων πολιτιστικῶν ρευμάτων τῆς ἐποχῆς, ἐμόρφωσε τήν ἕτοιμη ἐκείνη πνευματική κοίτη στήν ὁποίαν ἔμελλαν νά ρεύσουν κρυστάλλινα τά νάματα τῆς νέας χριστιανικῆς πίστεως.

῾Ο Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινεν ἄνθρωπος, ὅταν τό αἴτημα τῆς λυτρώσεως κατέστη καθολικό στίς συνειδήσεις τῶν ἀνθρώπων, τροφοδοτούμενο ἀπό τήν γενική κατάπτωση τῶν ἠθῶν τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ κόσμου, τίς αἱματοχυσίες καί τούς ἀδελφικούς σπαραγμούς καί τήν ἀβεβαιότητα γενικά τῆς ζωῆς σ᾿ ἕνα κόσμο παραδομένο στήν ἠθική διαφθορά, τή θηριωδία καί τόν πνευματικό θάνατο!

῾Ο ᾿Ιησοῦς Χριστός γεννήθηκε στήν ᾿Ιουδαία. Φάνηκε ἐπί τῆς γῆς καί συναναστράφηκε μέ τούς ἀνθρώπους. ῏Ηταν ὁ ἄνθρωπος, ὅπως τόν θέλησε ὁ Δημιουργός. ᾿Επλησίασε τόν ἄνθρωπον αὐτός, μιά καί ἐκεῖνος ξεμάκρυνεν ἀπό τόν Θεό καί ἔπαυσε νά εἶχε τή δυνατότητα νά γυρίσει καί πάλι κοντά του. Πῆρε στά χέρια του τή χαμένη ὑπόθεση τοῦ ᾿Αδάμ καί συνέχισε τό ἔργο του ἐκεῖ πού ἐκεῖνος τό διέκοψε. Πῆρε τή χαλασμένη φύση τοῦ προπάτορα καί τή διόρθωσε. Τῆς ἀφαίρεσε τά δηλητήρια καί τίς βρωμιές τῆς παρακοῆς. Τήν ὁδήγησε στήν παλαιά της εὔκλεια, ἐλάμπρυνε τούς θεοειδεῖς χαρακτῆρες της καί ἀποκατέστησε τή θεία εἰκόνα στήν πρωτογενή της εὐγένεια. ῾Οδήγησε τόν ἄνθρωπο στόν ἀληθινό προορισμό του, στή θέωση τῆς φύσεώς του. ῎Εγινεν ἄνθρωπος, γιά νά κάνει τόν ἄνθρωπο θεό106. ῾Ο Χριστός ἔδειξε ποιός εἶναι ὁ ἀληθινός ἄνθρωπος, τό πλάσμα τό θεοειδές καί θεόμορφο, ὅπως τό θέλησε ὁ Πλάστης του. Παράλληλα, μέ τό σωτήριο ἔργο του ἔκανε τόν ἄνθρωπο καί πάλι παιδί τοῦ Θεοῦ ἀγαπητό. Πλήρωσε αὐτός τό χρέος τοῦ παραβάτη, ἐξόφλησε τή συναλλαγματική τοῦ θανάτου πού ἔσυρεν ἡ Εὔα εἰς βάρος τῶν ἀνθρώπων στόν κῆπο τῆς παρακοῆς. ᾿Εξιλέωσε τόν Πατέρα γιά τήν παράβαση ὁλοκλήρου τοῦ γένους. Μέ τό πανάσπιλο αἷμα του ἔπλυνε τόν κόσμον ἀπό τό αἶσχος τῆς ἀποστασίας, ἄνοιξε τόν οὐρανό γιά νά μπεῖ μέσα σ᾿ αὐτόν τό πλάσμα τό ἐξαγορασμένο ἀπό τή φθορά καί τό θάνατο, τό λυτρωμένο ἀπό τή δυναστεία τοῦ ἐχθροῦ. ῾Ως μεσίτης Θεοῦ καί ἀνθρώπων «ἥνωσε τά τό πρίν διεστῶτα»107, ἐκάλυψε τήν ἄβυσσο πού διεχώριζε Θεό καί ἄνθρωπο καί γκρέμισε τό μεσότοιχο108 τῆς ἔχθρας πού χώριζε τόν Πλάστην ἀπό τά πλάσματά του.

῾Ο Χριστός ὑπῆρξεν ὄν περίεργο καί ἀλλόκοτο. ᾿Εξωτερικά μέν φαινόταν σάν ἕνας τῶν πολλῶν ἀνθρώπων. Τό πρᾶγμα ὅμως δέν ἦταν ἔτσι. Τό φαινόμενον ἀπατοῦσε. Γιατί ἐσωτερικά ἦταν καί κάτι ἄλλο. ῏Ηταν καί Θεός. ῾Ο Χριστός δέν εἶχε μέσα του ἁπλῶς τή θεία δύναμη ὅπως τήν εἶχαν καί οἱ ἄλλοι θεοφόροι ἄνθρωποι, ἀλλ᾿ εἶχε τή θεότητα καί τήν ὑπόσταση τοῦ Λόγου βαθιά ἑνωμένες μέ τήν ἀνθρωπότητά του. ῏Ηταν ἔνσαρκος Θεός καί ὄχι θεοφόρος ἄνθρωπος. ῏Ηταν Θεάνθρωπος! Τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ εἶναι φοβερά συντριπτικό γιά τήν ἀντοχή τῆς φυσικῆς τοῦ ἀνθρώπου διάνοιας. ᾿Αλήθεια, πῶς εἶναι δυνατόν σέ ἕνα ἐγώ, ἑνιαῖο καί ἀδιάσπαστο, νά ὑπάρχουν συγχρόνως δύο πλήρεις καί τέλειες φύσεις, χωρίς ἡ ἑνότητα τοῦ προσώπου νά βλάπτει τή διπλότητα τῶν φύσεων, καί τανάπαλιν, ἡ διπλότητα τῶν φύσεων νά μήν καταστρέφει τήν ἑνότητα τοῦ προσώπου; Τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό κατ᾿ ἐξοχήν μυστήριο, ἀνάλογο μέ ἐκεῖνο τῆς ἁγίας Τριάδος, ὅπου –κατ᾿ ἀντίστροφο λόγο– ἡ τριαδικότητα τῶν ὑποστάσεων δέν καταλύει τήν ἑνότητα τῆς θείας φύσεως. Μυστήριο, μπροστά στήν ἀπειρία τοῦ ὁποίου καταθέτει τά ὅπλα ὁ φυσικός λόγος καί κάθε κτιστή καταληπτική δυνατότητα. Δέν εἶναι, λοιπόν, παράδοξον ὅτι γύρω ἀπό τό αἰνιγματικό πρόσωπο τοῦ Κυρίου δόθηκαν ἀπό τήν ἀρχή τόσοι ἀγῶνες, διεξήχθησαν τόσες συζητήσεις καί ἔγιναν τόσες ἔριδες, μέ σκοπό νά διαφωτίσουν ἔστω καί μιά περιοχή τοῦ πυκνοῦ μυστηρίου, τό ὁποῖον ἀσφυκτικά τό περιβάλλει. Κατά τήν προφητική ρήση τοῦ Συμεών, ὁ Χριστός «κεῖται εἰς πτῶσιν καί ἀνάστασιν πολλῶν»109. ῎Ετσι τό μυαλό τῶν αἱρετικῶν, πού προσπαθοῦν μέ τίς φυσικές τους δυνάμεις νά κατανοήσουν τό ἀνερμήνευτο καί ἀκατανόητο, κατακαίει ἡ φωτιά τοῦ Θεοῦ, στερώντας τους τή δυνατότητα τῆς σωτηρίας· ἐνῶ τήν εὐσεβῆ διάνοια τῶν πιστῶν πού μέ ἁπλότητα φέρεται στά φτερά τῆς πίστεως, πυρπολεῖ τό μακάριο φῶς τοῦ Χριστοῦ καί τήν ὁδηγεῖ σέ ἡσυχία καί ἀνάπαυση στήν ἄϋλη δόξα τῆς ἁγίας Τριάδος. Τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ εἶναι πραγματικά ζωοποιόν.
Read More ->>

11:08 AM

28 - Άρθρον πρώτο

0 comments





ΕΞΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΣΥΜΒΟΛΟΥ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ

ΑΡΘΡΟΝ ΠΡΩΤΟΝ

«Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα, παντοκράτορα, ποιητήν οὐρανοῦ καί γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καί ἀοράτων».

Στό ἄρθρο αὐτό ἐκφράζεται συνοπτικά ἡ πίστη τῆς ᾿Εκκλησίας στόν ἕνα χριστιανικό Θεό, πού εἶναι Πατέρας παντοδύναμος καί δημιουργός ὅλων τῶν κτισμάτων. ῞Οπως εἶναι φυσικό, στίς λιτές αὐτές γραμμές λίγα μονάχα ἐκφράζονται καί πολύ περισσότερα ὑπονοοῦνται. Αὐτά θά προσπαθήσουμε στή συνέχεια νά σκιαγραφήσουμε ὅσο γίνεται ἁπλούστερα καί συνοπτικότερα.

«Πιστεύω».

Τό ρῆμα εἶναι ἐνδεικτικό τῆς πνευματικῆς στάσεως τοῦ ὁμολογοῦντος τό Σύμβολο προσώπου, καθώς καί τῆς φύσεως τῶν ἀληθειῶν στίς ὁποῖες τοῦτο εἰσάγει.

Οἱ ἀλήθειες τοῦ Συμβόλου δέν εἶναι ἀλήθειες ἐμπειρικές, ἀλλά μεταφυσικές καί ὑπεραισθητές, στό μέτρο πού μεταφυσικός καί ὑπεραισθητός εἶναι καί ὁ Θεός, ἀπό τόν ὁποῖον ἀπορρέουν καί στόν ὁποῖον ἀναφέρονται. Δέν ἀποτελοῦν μέγεθος φυσικό, στό ὁποῖο νά μπορεῖ αὐτοδύναμα ν᾿ ἀναχθεῖ ὁ ἄνθρωπος, κάτι πού ἔχει τή δυνατότητα νά βρεῖ ὁ ἴδιος καί νά διατυπώσει μέ τό μυαλό του. Δέν μοιάζουν μέ ἀλήθειες ἐπιστημονικές στίς ὁποῖες δουλεύει ὁ διασκεπτικός λόγος καί ἡ κριτική διάνοια τοῦ ἀνθρώπου, μέ ἀξιώματα πού συνάγονται κατόπιν ἐπιστημονικῆς παρατηρήσεως καί πειραμάτων καί πού εἶναι τόσο καταφανῆ καί αὐτόδηλα, ὥστε νά μή μπορεῖ κανείς νά τ᾿ ἀρνηθεῖ, ἄν δέν θέλει νά θεωρεῖται ἐξωπραγματικός καί παράλογος. Τούς φυσικούς νόμους, λ.χ., δέν μπορεῖ ν᾿ ἀμφισβητήσει ὁ ἄνθρωπος· ἄν τό πράξει, θά εἶναι ἀνόητος. Οἱ ἐγκόσμιες ἀλήθειες ἔχουν φυσικά τήν ἀξία τους, ὡς προερχόμενες ἀπό τό λογικό πλάσμα, πού, ὡς «εἰκόνα» Θεοῦ, ἔχει μέ τό φυσικό λόγο καί τή διάνοιά του, τή δυνατότητα νά δημιουργεῖ ἐπιστήμη καί νά μορφώνει τό περιεχόμενο τῆς γνωστικῆς του συνειδήσεως. Πρός τό σκοπό αὐτόν ἄλλωστε, ν᾿ ἀνιχνεύει δηλαδή καί νά κατακτᾶ τή φύση, ἔλαβε προσταγήν ἀπό τόν Πλάστη του . Σέ τελική ἀνάλυση οἱ φυσικές ἀλήθειες ἀνάγονται ἔμμεσα στόν ἴδιο τόν Θεό.

Σέ ἀντίθεση μέ τίς ἀλήθειες αὐτές πού εἶναι ἀποκυήματα ἀνθρώπινα, κινοῦνται στό χῶρο τῆς φυσικῆς ἐμπειρίας, ἔχουν κῦρος ἐπιστημονικό καί λειτουργοῦν μέ ὄργανο τόν ἀνθρώπινο λόγο, οἱ ἀλήθειες τῆς πίστεως δέν προέρχονται ἀπό τόν ἄνθρωπο, ἀλλ᾿ ἔχουν μοναδική πηγή τους τόν Θεό. ᾿Αποτελοῦν φανέρωση, ἀποκάλυψη Θεοῦ. Σ᾿ αὐτές ὁμιλεῖ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, πού φανερώνει στόν ἄνθρωπον ὄχι μονάχα τό κεκρυμμένο, αὐτό πού δέν γνωρίζει, ἀλλά καί αὐτό πού δέν ἔχει τή δυνατότητα νά γνωρίσει. Στίς ἀλήθειες αὐτές ὁ ἄνθρωπος δέχεται, ἀκούει, σιωπᾶ. ῾Ο λόγος εἶναι ἀποκλειστικά τοῦ Θεοῦ, ἡ φανέρωση τῆς ἄπειρης θείας ἀλήθειας καί τοῦ ἁγίου του θελήματος. Εὐνόητον φυσικά ὅτι οἱ ἀλήθειες τῆς πίστεως κανένα δέν μποροῦν νά πείσουν ἀναγκαστικά. Τίς ἀποδέχεται μονάχα ἐκεῖνος πού τίς πιστεύει καί στό μέτρο πού φωτίζεται ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ.

Οἱ μεταφυσικές ἀλήθειες τῆς πίστεως βρίσκονται σέ λόγο εὐθέως ἀνάλογο πρός τή φύση τοῦ ὑποκειμένου ἀπό τό ὁποῖον ἀπορρέουν. ῞Οπως ὁ Θεός, τό ἄπειρον καί ἀπόλυτον πνεῦμα, εἶναι ἀδιάγνωστος καί ἀκατάληπτος, ἔτσι καί οἱ ἀλήθειες πού ἀπορρέουν ἀπ᾿ αὐτόν εἶναι στό ἴδιο μέτρο ἀδιάγνωστες καί ἀκατάληπτες. Τόν Θεό κανένας δέν εἶδε ποτέ, οὔτε ἔχει τή δυνατότητα νά δεῖ . ῾Η οὐσία του καλύπτεται ἀπό πυκνό γνόφο ἀγνωσίας . Οἰκεῖ «φῶς ἀπρόσιτον» , δηλαδή εἶναι ἀνέφικτη σέ κάθε κτιστή καταληπτική δυνατότητα . Κανένα πλάσμα, ὅσο τελειότερο καί ἄν εἶναι, δέν μπορεῖ νά προσεγγίσει τό ἀνεξάντλητο βάθος της, νά διασχίσει τό μυστηριώδη πέπλο πού ἀσφυκτικά τήν περιβάλλει καί νά τήν κατανοήσει. ῾Η θεία οὐσία εἶναι γνωστή μονάχα στά τρία πρόσωπα τῆς ἁγίας Τριάδος, γιατί κάθε πρόσωπο εἶναι πλήρης καί τέλειος φορέας αὐτῆς. Τά ὑπόλοιπα ὄντα, ἄγγελοι καί ἄνθρωποι, ἀνεξάρτητα ἀπό τό βαθμό τελειότητος πού μποροῦν νά διαθέτουν, βρίσκονται σέ παντελῆ ἀγνωσία, ἀσθμαίνοντα μπροστά στό ἀβυσσῶδες μυστήριο τῆς θείας ἀπειρίας.

῾Ο χριστιανικός «ἀγνωστικισμός», τό γεγονός δηλαδή ὅτι ἀγνοοῦμε τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, εἶναι μέγεθος δεδομένο στήν ὀρθόδοξη γνωσιολογία. Εἶναι τό πρῶτο γράμμα στό ἀλφαβητάρι τῆς πίστεως. Δέν γνωρίζουμε τόν Θεό μέ τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο γνωρίζουμε τά φυσικά πράγματα. ῎Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ἤ ὁ Θεός θά ἔπαυε νά εἶναι Θεός, ἤ ὁ ἄνθρωπος θά ἔπαυε νά εἶναι ἄνθρωπος. ῾Ο μέν Θεός θά μεταχωροῦσε στήν τάξη τῶν κτισμάτων, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος θ᾿ ἀνυψωνόταν στήν τάξη τοῦ Θεοῦ, ἔτσι ὥστε νά ὑπάρξει ἐξισορρόπηση τῶν δύο (Θεοῦ καί ἀνθρώπου) καί ὁ ἄνθρωπος νά γνωρίσει ὡς ἴσος τόν ἴσον Θεό. Αὐτό ὅμως εἶναι ἀδύνατο νά συμβεῖ.

Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά κάνουμε μιά διευκρίνηση. ῞Οταν μιλᾶμε γιά χριστιανικό ἀγνωστικισμό, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἀγνοοῦμε παντελῶς τόν Θεό, ὅτι βρισκόμαστε ὁλότελα στά σκοτάδια καί ὅτι σέ τελική ἀνάλυση δεχόμαστε ἕνα «μηδέν», ἀφοῦ αὐτό περί τοῦ ὁποίου καμιά ἀπολύτως αἴσθηση δέν μποροῦμε νά ἔχουμε, εἶναι σάν νά μήν ὑπάρχει γιά μᾶς, ἰσοῦται μέ τό τίποτε. Μιά τέτοια σκέψη ἀποτελεῖ τεράστιο λάθος ἀπό τό ὁποῖο μᾶς προφυλάσσει ἡ ὀρθόδοξη τριαδολογία. Δέν ἔχουμε μονιστική οὐσιολογία. Τουναντίον ἔχουμε «πλουραλισμό», πολλότητα στό ἀπερινόητο μυστήριο τοῦ Θεοῦ, πού ἐκφράζεται σέ διάφορα πεδία –χωρίς αὐτό νά καταστρέφει τήν ἁπλότητα τῆς θείας οὐσίας, ἐπιφέροντας μερισμό καί σύνθεση σ᾿ αὐτήν– ὅπως στίς ἀΐδιες τριαδικές ὑποστάσεις, στίς ὁποῖες ἀενάως περιχωρεῖται ὁ Θεός καί πληροῦται ἡ ἄπειρη οὐσία του· καθώς καί στίς ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες, πού εἶναι ὁ φυσικός πλοῦτος τῆς θεότητος καί εἶναι κοινές καί στά τρία πρόσωπα τῆς μακαρίας Τριάδος. Καί ἐνῶ ἡ θεία οὐσία παραμένει πάντοτε σκοτεινή καί ἀδιάγνωστη, στίς τριαδικές δέ ὑποστάσεις γίνεται ἡ ἐσωτερική κυκλοφορία –ἄν μποροῦμε νά ποῦμε– τοῦ Θεοῦ, στίς ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες γίνεται ἡ ἐπικοινωνία τοῦ Θεοῦ μέ τή φυσική δημιουργία. Καί ἐνῶ ἡ θεία οὐσία εἶναι ἐξωτερικῶς ἀμέθεκτη καί ἀκοινώνητη, οἱ θεῖες ἐνέργειες εἶναι κοινωνητές καί μεθεκτές. Σ᾿ αὐτές εἶναι ριζωμένο τό ὀντολογικό θεμέλιο τῶν ὄντων, μέ αὐτές γίνεται ἡ ἐξωτερική φανέρωση τοῦ Θεοῦ στήν κτίση, ὑπάρχει καί λειτουργεῖ ἡ πρόνοια πού συγκρατεῖ καί κατευθύνει τά ὄντα στόν προορισμό τους, ὡς καί ἡ δυνατότητα σωτηρίας τοῦ πεπτωκότος στήν ἁμαρτίαν ἀνθρώπου. Στό σοφό αὐτό δίδαγμα πού εἶναι ἀποκλειστικό γνώρισμα τῆς ὀρθόδοξης τριαδολογίας, μέθεξη Θεοῦ καί ἀμεθεξία ταιριάζουν κατά τέτοιο τρόπο, ὥστε οὔτε ὁ Θεός νά εἶναι ἀποξενωμένος ἀπό τά κτίσματά του, ἀλλ᾿ οὔτε καί αὐτά νά μένουν ἄμοιρα Θεοῦ. ῎Ετσι, καί γνωρίζουμε καί ἀγνοοῦμε τόν Θεό. Τόν γνωρίζουμε σάν ἄκτιστη θεία ἐνέργεια καί τόν ἀγνοοῦμε σάν οὐσία ἀπερινόητη καί ἀπερίληπτη. Στό ἀπερινόητο αὐτό θαῦμα τά πάντα μετέχουν Θεοῦ, ἐνῶ συγχρόνως εἶναι ἀποξενωμένα ἀπό τόν Θεό!

Σύμφωνα μέ θεμελιώδη δογματική ἀρχή, ὁ Θεός δέν ἄφησεν ἑαυτόν ἀμάρτυρο στό λογικό πλάσμα του. Αὐτό θά ἦταν ἀνάξιο τῆς θείας του πατρότητος καί ἀντιφατικό στήν ἔννοια τοῦ δημιουργικοῦ ἔργου του.

Σέ μιά πρώτη φάση ἡ ἰδέα τοῦ Θεοῦ ἀπηχεῖται στήν πνευματική φύση τοῦ λογικοῦ πλάσματος. Στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ὑπάρχει ἔμφυτα χαραγμένη ἡ ἰδέα τοῦ Θεοῦ. ῾Ο ἄνθρωπος φέρεται αὐτόματα πρός τόν Θεό19. ῾Η πυξίδα τοῦ πνεύματός του εἶναι σταθερά προσανατολισμένη πρός τόν Πλάστη του. Τό ὅτι ὑπάρχουν ἄθεοι, αὐτό δέν καταργεῖ τή μεγάλη ἀλήθεια. Τουναντίον στηρίζει, ὡς ἐξαίρεση, τήν καθολικότητα τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου, πού ἁπλώνει βαθειές τίς ρίζες του στή συνείδηση τῶν ἀνθρώπων κάθε κλίματος καί κάθε ἐποχῆς. ῾Ο ἄνθρωπος εἶναι ὄν φύσει θρησκευτικόν. Αὐτό φυσικά δέν σημαίνει ὅτι ἡ θρησκευτικότητα εἶναι καταβολή ἀπηρτισμένη στήν ψυχή. ῾Υπάρχει «δυνάμει» σ᾿ αὐτήν, ὑπόκειται σέ ἐξέλιξη καί ὑφίσταται πάντοτε τό ἐνδεχόμενο νά ἐκφυλισθεῖ καί νά ἐκλείψει, ὅταν βρεθεῖ κάτω ἀπό συνθῆκες ἀντίξοες γιά τήν καλλιέργεια καί τήν ἀνάπτυξή της. ῾Η ἔμφυτη θρησκευτικότητα στήν ψυχή εἶναι ὁ πρῶτος δέκτης τῆς ἰδέας τοῦ Θεοῦ καί τῆς καλλιέργειας τῆς μετ᾿ αὐτοῦ πνευματικῆς σχέσεως.


http://www.apostoliki-diakonia.gr/
Read More ->>
 
eXTReMe Tracker

Category 3

[Valid Atom 1.0]

ΣΧΟΛΙΑ

TRANSLATE


RECENT POSTS

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Followers

| ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ © 2009. All Rights Reserved | Template Style by My Blogger Tricks .com | Design by Brian Gardner | Back To Top |